Σελλάκια - Σουλλάκια

        ΣΕΛΛΑΚΙΑ  -   ΣΟΥΛΛΑΚΙΑ      


Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στα κτήματα του διαλυθέντος Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, όπως αναφέρεται και σε άλλα κεφάλαια - σελίδες, ήταν κάτοικοι από την γύρω περιοχή που ανήκαν Διοικητικά στην Κοινότητα Πουγκακίων. Ισχυρίζονταν ότι οι προγονοί τους είχαν παραχωρήσει τα κτήματα αυτά στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και συνεπώς μετά την διάλυση του Μοναστηριού ήταν οι νόμιμοι δικαιούχοι. Άρχισαν να καλλιεργούν τα κτήματα του διαλυθέντος Μοναστηριού και έκτισαν νέο οικισμό τον οποίο ονόμασαν ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ. Ήθελαν με το όνομα αυτό να δώσουν συνέχεια στην ιστορία του χωριού των πατέρων τους, αλλά και πρός ανάμνηση του αρχαίου οικισμού που υπήρχε εκεί. Ίχνη αυτού του αρχαίου οικισμού υπάρχουν και σήμερα ακόμη, Νοτιο-δυτικά του Παλαιοχωρίου, στη θέση «Σελλάκια ή Σουλλάκια». Δεν γνωρίζουμε βέβαια άν η ονομασία «Σελλάκια» προέρχεται από την ονομασία του αρχαίου Ελληνικού φύλου «Σελλοί ή Ελλοί», το οποίο σύμφωνα με τους ιστορικούς ερευνητές είχε εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή και η ονομασία Σελλάκια σημαίνει τα παιδιά των Σελλών, ή είναι νεότερης εποχής και συγκεκριμένα από τους Σουλιώτες που εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή, μετά το 1803 - 1804, όταν αναγκάσθηκαν από τον Αλή πασά να εγκαταλείψουν το Σούλι και η ονομασία Σελλάκια σημαίνει τα παιδιά των Σουλιωτών

Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα υπάρχει κοινή ρίζα καταγωγής, μεταξύ των «Σελλών» και των Σουλιωτών. Άλλωστε και η ονομασία της περιοχής του Σουλίου προέρχεται από το όνομα των αρχαίων «Σελλών ή Ελλών ή Αινιάνων», οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή του  Μαντείου της Δωδώνης και της Παραμυθιάς (Παραμυθιά = παρά τον Θύαμι ποταμό), που βρίσκεται πολύ κοντά στο Σούλι, καθώς και στην περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος και συγκεκριμένα από τις όχθες του Ίναχου (παραποτάμου του Σπερχειού) μέχρι τις πηγές του Σπερχειού, όπου βρίσκονταν και τα «Σελλάκια ή Σουλλάκια». (Βλ. Παρακάτω Χάρτες με την πόλη των Αινιάνων Ομίλαι - Homile). Συνεπώς, η επικοινωνία των Σουλιωτών με τους ομοφύλους τους «Σελλούς ή Ελλούς ή Αινιάνες» της Φθιώτιδος ήταν συχνή και αδιάλειπτη, από τους αρχαίους–προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τις νεότερες εποχές. Αυτό προκύπτει από έρευνες που πραγματοποίησαν ιστορικοί ερευνητές (παλαιοί αλλά και σύγχρονοι), των οποίων αποσπάσματα παρατίθενται στη συνέχεια. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι ολόκληρη η περιοχή, κατά μήκος του αρχαίου δρόμου που συνέδεε την Ήπειρο με την Δυτική Φθιώτιδα και την Πελοπόννησο (Δωδώνη – Άγραφα – Ράχες Τυμφρηστού – Οξυά – Ναύπακτος), κατοικείται σήμερα από κατοίκους που στην πλειονότητά τους έχουν Ηπειρώτικη και μάλιστα Σουλιώτικη καταγωγή. [ Στην περιοχή του Παλαιοχωρίου, των Πουγκακίων και την ευρύτερη περιοχή, υπάρχουν σήμερα επώνυμα κατοίκων που έχουν Σουλιώτικη προέλευση, όπως τα επώνυμα: Ζέρβας, Τσικούρας, Παπαναγιώτου, Παπαγιάννης, Αλεξίου, Πούγκας, Κοντογιάννης, Μπότσης, Κουτσονίκας, κ.ά. Υπάρχει όμως και το επώνυμο Σιόλλος που μας παραπέμπει στους αρχαίους «Σελλούς» (Σελλός = Σιόλλος, Σελλάκια ή Σουλλάκια = τα παιδιά των «Σελλών»)].

Η θέση που βρίσκονταν τα «Σελλάκια ή Σουλλάκια», ήταν για τα δεδομένα εκείνης της εποχής ιδανική περιοχή για την εγκατάσταση κατοίκων, διότι το σημείο είναι ανατολικό, απάνεμο, με πολλά γάργαρα νερά (πηγές κεφαλόβρυσου, που πηγάζουν στα 300 μέτρα περίπου πάνω από τα «Σελλάκια ή Σουλλάκια») και βρίσκεται πολύ κοντά στο μεγαλύτερο ορεινό βοσκοτόπι της Δυτικής Φθιώτιδος (Ράχη Τυμφρηστού - Κοκκάλια - Σαράνταινα - Οξυά). Επίσης, το  σημείο αυτό ήταν ένας στρατηγικός συγκοινωνιακός κόμβος όπου διασταυρώνονταν ο αρχαίος δρόμος που συνέδεε την Ήπειρο και την Θεσσαλία με την Νότια Ελλάδα και την Πελοπόννησο και ο αρχαίος δρόμος που συνέδεε την κοιλάδα του Μαλιακού με τον Αμβρακικό κόλπο και τα Ιόνια νησιά. Πάρα πολλοί ιστορικοί ερευνητές ισχυρίζονται ότι στη στρατηγική αυτή θέση με το καλύτερο βοσκοτόπι και τα άφθονα γάργαρα νερά, κατοικούσαν και είχαν την έδρα τους οι «Γραικοί». Αργότερα, περί το 1200 -1100 π.Χ, εγκαταστάθηκε και ένα άλλο συγγενικό φύλο, οι «Σελλοί ή Ελλοί ή Αινιάνες» και αποτέλεσαν μαζί με τους «Γραικούς» μία ομάδα ποιμένων που μετακινείτο συνεχώς από περιοχή σε περιοχή, για την αναζήτηση κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους. [ Βλ. Συν. Χάρτη (Χάρτα της Ελλάδος)
, που φιλοτεχνήθηκε το 1797 στη Βιέννη από τον Ρήγα Βελεστινλή με τα ονόματα των αρχαίων Ελληνικών πόλεων, τις Τοπαρχίες, τις Επαρχίες και τα αρχαία Ελληνικά φύλα. Στο Χάρτη αυτό απεικονίζεται η πόλη «Ομίλαι» (ή όμιλος μικρών οικισμών), όπου κατοικούσαν οι «Σελλοί ή Ελλοί ή Αινιάνες» και η οποία βρισκόταν Δυτικά της Υπάτης, στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού «Ίναχου» και τις πηγές του Σπερχειού ποταμού, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα τα χωριά Παλαιοχώρι, Πουγκάκια και Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδος. Επίσης, στη Χάρτη αυτό απεικονίζεται και η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Δρύοπες και οι Αγραίοι (Γραίοι)]

     Βιβλιογραφία Ιστορικών ερευνητών, σχετικά με τους «Σελλούς - Ελλούς - Γραικούς» 

Ο Ιστορικός ερευνητής Ταξιάρχης Τσιόγκας, στο βιβλίο του "Ταξιδεύοντας στον χρόνο, ΦΘΙΑ-ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ" (Σελ.167, ΓΡΑΙΚΟΙ), ισχυρίζεται ότι στη θέση «Σελλάκια ή Σουλλάκια», ευρίσκετο το κέντρο των «Γραικών». Υπήρχε μεγάλος οικισμός με 250 οικίες και 2500 περίπου κατοίκους και όλη η περιοχή γύρω από τον οικισμό ονομαζόταν «Γραικία». Εκεί είχε την έδρα του ο ίδιος ο «Γραικός» που ήταν Αρχηγός -Κυβερνήτης όλης της γύρω περιοχής που περικλείεται μεταξύ των σημερινών οικισμών: ΑΡΤΟΤΙΝΑ, ΑΝΑΤΟΛΗ, ΜΑΡΜΑΡΑ (ΣΕΛΛΙΑΝΗ), ΠΕΡΙΒΟΛΙ, ΚΑΜΠΙΑ, ΚΑΝΑΛΙΑ, ΠΟΥΓΚΑΚΙΑ, ΠΙΤΣΙ, ΜΥΡΙΚΗ, ΑΓ. ΒΛΑΧΕΡΝΑ, ΣΚΟΥΡΟΧΩΡΙΟ, ΠΡΟΥΣΟΣ, ΓΡΑΚΑΣ, ΚΛΕΠΑ, ΚΑΛΛΟΝΗ, ΑΡΤΟΤΙΝΑ. Το έτος 1180 π.Χ περίπου, ομάδα «Γραικών» από την περιοχή αυτή, μετοίκησαν σε περιοχή της «Δωδώνης» στην Ήπειρο. Στην τοποθεσία αυτή έκτισαν νέα πόλη την οποία ονόμασαν πάλι «Γραικία». Είναι η δεύτερη πόλη που έφερε το όνομα αυτό σε Ελληνικό χώρο. Στην περιοχή της «Δωδώνης» κατοικούσε και ένα άλλο συγγενικό φύλο οι «Σελλοί ή Ελλοί», οι οποίοι συγκατοίκησαν αρμονικά με τους «Γραικούς» και με τα χρόνια μετονομάστηκαν από «Σελλοί ή Ελλοί» σε «Γραικοί». Τους παραπάνω ισχυρισμούς, τους συνδέει με τον Αθανάσιο Διάκο, ο οποίος γεννήθηκε στη Μουσουνίτσα, απ’όπου καταγόταν η μητέρα του και μεγάλωσε στην Αρτοτίνα, απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας του. Όταν συνελήφθη τραυματισμένος από τους Τούρκους και του ζητούσαν ν’αλλάξει την πίστη του και να συνεργασθεί μαζί τους για να του χαρίσουν την ζωή, τους είπε οργισμένος: «...Πάτε κι’ σείς κι’ η πίστι σας μουρτάτες (=βρωμιάριδες) να χαθείτε, εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θέλ’ απεθάνω...». 

Ο μεγάλος Ιστορικός Κων. Παπαρρηγόπουλος, στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", στο κεφάλαιο «Φθία και Έλληνες» (Τ. 1ος , σελ. 81 - 158), αναφέρει: «...Παρά τω Αριστοτέλει το όνομα Σελλοί ή Ελλοί, το διδόμενον υπό του Ομήρου εις τους υποφήτας του έν Δωδώνη λατρευομένου Διός, μεθίσταται εις την έννοιαν φυλής Σελλών ή Ελλών, μετά τούτους δε μνημονεύεται και η φυλή των Γραικών.
[…] Η φυλή αύτη κοιτίδα έχουσα την έν Ηπείρου παρά το Μαντείον Δωδώνης και το όρος Τόμαρος και λαβούσα το όνομα από των υποφητών του έν Δωδώνη λατρευομένου Πελασγικού Διός, των καλουμένων Σελλών ή Ελλών. 
[…] Από της Ηπειρωτικής ταύτης χώρας μετανάστευσεν, άγνωστον υπό ποίας περιστάσεις, ίσως ένεκεν επιδρομής Ιλλυρικών Βορειόθεν γενομένης, εις τας υπωρείας της παρακειμένης Πίνδου, και δια των πυλών της οροσειράς αυτής εισελθούσα, έν Φθία εγκατεστάθη. 
[…] Ότι οι Έλληνες ούτοι της Φθίας είναι ομόφυλοι και ομογενείς προς τους Σελλούς ή Ελλούς της Ηπείρου, μαρτυρεί σαφώς ο Όμηρος ποιών τον Αχιλλέα, δεόμενον του Δωδωναίου Διός ως πατρίου θεού υπέρ των μαχομένων Αχαιών της Φθίας και λέγοντα: «...Ζεύ άνα Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, αμφί δε Σελλοί σοί ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι...» (Ομήρου Ιλιάς Π. 233 - 235).

Νεότερες έρευνες, ξεκινώντας από τις παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, αλλά και νεότερα επιστημονικά στοιχεία, επιβεβαιώνουν την άποψη ότι γύρω από την περιοχή της «Δωδώνης» ζούσαν αρμονικά οι «Σελλοί ή Ελλοί» και οι «Γραικοί». Παρατίθεται ένα απόσπασμα από την εργασία που έγινε για το θέμα αυτό, από τον καθηγητή του Αριστ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης, Παναγιώτη Χρήστου και στην οποία εξετάζεται η διαχρονική πορεία του Εθνικού ονόματος «Γραικός»: «...Επρόκειτο για ένα φύλο διφυές, που απετέλεσε μία ενότητα με δύο κατά περιστάσεις ονόματα Γραικοί και Σελλοί ή Ελλοί. Ένα μέρος του πέρασε από την Δωδώνη προς τον Αχελώο και έγινε ένδοξο στην ΦΘΙΑ υπό τον ηγεμόνα του Αχιλλέα και με το όνομα Έλληνες (Σελλοί – Ελλοί = Έλληνες). Μερικές ομάδες που έφυγαν προς τα Νοτιώτερα ίδρυσαν την πόλη Γραία της Βοιωτίας, την Γραία (Γραίγο) της Ευβοίας. Ίσως μια ομάδα τους να απετέλεσε τον πυρήνα του Αττικού Δήμου Γραής, της Πανδιονίδος φυλής (περιοχή Ωρωπού). Άλλο μέρος παρέμεινε στην Ηπειρο, όπου συγχωνεύθηκε με άλλα Ελληνικά φύλα που μετακινήθηκαν στον χώρο αυτό αργότερα, αλλά δεν έχασε τελείως το αρχικό όνομά του. Από αυτό το τμήμα μετακινήθηκαν ομάδες δυτικά, προς την Ιταλία και άλλες χώρες, Ελβετία, Γαλλία, κ.λ.π. Οι Λατίνοι ονόμασαν από τότε όλους τους Έλληνες Γκραικούς...». 

Πράγματι οι Ελβετοί, που πρώτοι παρέλαβαν το αρχαίο Ελληνικό αλφάβητο της Χαλκίδας και αργότερα οι Λατίνοι και οι άλλοι λαοί, ονόμασαν τους Έλληνες «Γκραικούς» αντί «Γραικούς», από αδυναμία να προφέρουν τον Φθόγγο [ γ ] και από τότε καθιερώθηκε στους Δυτικούς λαούς αυτή η Εθνοονομασία (GRECO, GREC, GREEK, GREEKE, GRECIA, κ.λ.π). Όσον αφορά την έδρα των «Γραικών», οι πληροφορίες που υπάρχουν μέχρι σήμερα είναι ελάχιστες και ως εκ τούτου θα πρέπει να αναζητήσουμε στοιχεία που να μην επιδέχονται αμφισβήτηση. Τέτοια στοιχεία μπορεί να προκύψουν μόνο από ανασκαφές στην περιοχή ή από τυχαία ανεύρεση χρηστικών αντικειμένων ή άλλων ευρημάτων εκείνης της περιόδου. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι το όνομα «Γραικός» είναι το αρχαιότερο όνομα των Ελλήνων και η περιοχή που κατοικούσαν αρχικώς οι «Γραικοί», ήταν η κάτω κοιλάδα των Τεμπών στη Θεσσαλία, η Φθιώτιδα, η Φωκίδα, η Βοιωτία, η Εύβοια, η Αττική, καθώς και ολόκληρη η οροσειρά της Πίνδου μέχρι την «Δωδώνη», το Σούλι και την ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Θεσπρωτίας. Αυτό προκύπτει τόσο από αναφορές αρχαίων Ιστορικών (ΗΣΙΟΔΟΣ, ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, ΠΑΡΙΟ ΜΑΡΜΑΡΟ Ή ΠΑΡΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ, ΗΡΟΔΟΤΟΣ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ κ.α), όσο και από έρευνες σύγχρονων ιστορικών Ερευνητών. Συγκεκριμένα ο «Γραικός», αναφέρεται στον «Κατάλογο Ηοίαι» του ΗΣΙΟΔΟΥ (850 - 800 π.Χ), που γέννησε η κόρη του Δευκαλίωνος Πανδώρα με τον Δία και ήταν γενναίος, δυνατός, ισχυρός, ανδρειωμένος (μενεχάρμης): «...Κούρη δ’ εν μεγάροισι αγαυού Δευκαλίωνος, Πανδώρη Διί πατρί θεών σημάντορι πάντων μειχθείσ’ εν φιλότητι τέκε Γραικόν μενεχάρμην…» (Κατάλογος Ηοίαι: Αναφέρονται γυναίκες που γέννησαν παιδιά με τον Δία). 

Επίσης, το «ΠΑΡΙΟ ΜΑΡΜΑΡΟ Ή ΠΑΡΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ», μας πληροφορεί ότι οι «Γραικοί», από την πρώτη Αμφικτυονία και μετά, ονομάσθηκαν και «Ελληνες»: «...Αφ’ ού Αμφικτύων Δευκαλίωνος εβασίλευσεν εν Θερμοπύλαις και συνήγε τους περί τον όρον οικούντας και ωνόμασεν Αμφικτύονας και Πυλαίαν, ούπερ και νύν έτι θύουσιν Αμφικτύονες [...] βασιλεύοντος Αθηνών Αμφικτύονος, αφ’ ού Έλλην ο Δευκαλίωνος Φθιώτιδος εβασίλευσε και Έλληνες ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι...». (Ιστορικός Πίνακας, στίχοι, 8 - 11, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους " Τόμ. 1ος, σελ. 81). [ Το «ΠΑΡΙΟ ΜΑΡΜΑΡΟ Ή ΠΑΡΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ», είναι αρχαία Ελληνική επιγραφή, που βρέθηκε σε μία επιτύμβια στήλη και αποτελεί χρονολογικό πίνακα γεγονότων της Ελληνικής Ιστορίας 1318 ετών, από το 1581 /80 π.Χ, έως το 263 /62 π.Χ. Το μεγαλύτερο τμήμα βρέθηκε στην Πάρο το 1627 και σήμερα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το άλλο τμήμα το μικρότερο, βρέθηκε επίσης στην Πάρο το 1897 και εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο της Πάρου (Βλ. Συν. Φωτογραφία) ].

Κατά τον Αριστοτέλη [ (384 – 322 π.Χ), (Μετεωρολ. Α. 352 α) ], «Γραικοί» ονομάζονταν οι Έλληνες πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος, ο οποίος συνέβη: «...περί την Ελλάδαν την αρχαίαν...Ώκουν γαρ οι Σελλοί ή Ελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νύν δε Έλληνες...» (Σελλοί - Ελλοί = Έλληνες). Οι αρχαίοι θεωρούσαν γενικά το όνομα «Γραικός» αρχαιότερο από το όνομα «Έλληνας» και το εντόπιζαν στην περιοχή της αρχαίας «Φθίας» (Φθιώτιδος). 
Ο Στέφανος Βυζάντιος (Βερολίνο 1849), στη λέξη «Γραικός» αναφέρει: «...ο Θεσσαλός γιος του Αίμονα και εγγονός του Πελασγού, ήταν Βασιλιάς της Φθίας και μαζί με την Πανδώρα, κόρη του Δευκαλίωνα, γέννησαν τον Γραικό, από τον οποίο πήραν το όνομα οι κάτοικοι της περιοχής...». 
Στο «Μέγα Ετυμολογικόν», αναφέρεται ότι η περιοχή της Περραιβίας και η περιοχή γύρω από την λίμνη Βοϊβηίδα, ονομαζόταν «Ελλοπία», προφανώς από τα έλη που συγκεντρώθηκαν στην περιοχή αυτή μετά τον κατακλυσμό. Ο Πίνδαρος (522–448 π.Χ) αναφέρει ότι η λέξη «Ελλοί» είναι αδελφικός τύπος της λέξεως «Σελλοί» και συγγενής του «Έλληνα». Όπως είναι γνωστό στην περιοχή της Περραιβίας στα Τέμπη, ήταν και το «Δώτιον πεδίον», κοιτίδα των Αινιάνων (Ενιήνων), οι οποίοι όπως είναι επίσης γνωστό, ονομάζονταν και «Σελλοί» και «Ελλοί» και «Έλλοπες». Ο ΗΣΙΟΔΟΣ, ονομάζει την περιοχή της Δωδώνης «Ελλοπία» και αναφέρει: «….στην Ελλοπία, χώρα πλούσια, εύφορη και με πολλά καλλιεργήσιμα εδάφη, ήταν κτισμένη η Δωδώνη, την οποία ο Δίας αγάπησε ιδιαίτερα και θέλησε να ιδρύσει εκεί το Μαντείο του...»

Στην αρχαιότητα, ολόκληρη η περιοχή από την πεδινή Περραιβία στα Τέμπη έως την Φθιώτιδα, ονομαζόταν «Έλλοπία». Επίσης, «Ελλοπία» ονομαζόταν η Βόρεια Εύβοια, μία περιοχή στη Βοιωτία (Νοτιο-ανατολικά της Λιβαδειάς) και η περιοχή γύρω από το Μαντείο της Δωδώνης στην Ήπειρο. Σε όλες αυτές τις περιοχές οι κάτοικοι ονομάζονταν «Σελλοί ή Ελλοί ή Γραικοί». Υπάρχουν αναφορές από τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη, τον Θουκυδίδη (Β΄ 23. 2), τον Στράβωνα (Θ΄ ΙΙ. 10), για μία πόλη των «Γραικών» που ονομαζόταν «Γραία» και η οποία ευρίσκετο μεταξύ Ωρωπού και Τανάγρας (Γραία = Ταναγραία). Πιθανολογείται ότι η πόλη αυτή είχε σχέση με τον Δήμο της Πανδιονίδος φυλής της Αττικής που έφερε την ονομασία «Γραής». Αλλά και στην περιοχή της Ερέτριας υπήρχε άλλη πόλη με την ίδια ονομασία «Γραία», η οποία εξαφανίσθηκε μετά τη Μυκηναϊκή εποχή είτε επειδή εγκαταλείφθηκε, είτε επειδή καταστράφηκε. Επίσης στην Εύβοια, υπήρχε πόλη με την ονομασία «Γραίγος» (σημερινό Γραιγολίμανο –Λιχάδα). Η Εύβοια υπήρξε το εφαλτήριο για την εξάπλωση του Ελληνισμού σε όλο τον κόσμο. Κάτοικοι από το Γραίγος, την Γραία, την Χαλκίδα, την Ερέτρια, την Κύμη και άλλες πόλεις που σήμερα δεν υπάρχουν, ακολούθησαν θαλάσσιους ή χερσαίους δρόμους και έφθασαν μέχρι την Ελβετία, την Νότια Γαλλία, την Ιταλία και άλλες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου. Για τον λόγο αυτό οι κάτοικοι - άποικοι της Ιταλίας, της Νότιας Γαλλίας, της Ελβετίας κ.λ.π, ονομάζονταν «Γραικοί» και χρησιμοποιούσαν τη γραφή των αρχαίων Χαλκιδαίων. Όπως προαναφέρθηκε, οι Ελβετοί που πρώτοι παρέλαβαν αυτό το αλφάβητο της Χαλκίδας και αργότερα οι Λατίνοι και οι άλλοι λαοί ονόμασαν τους Έλληνες «Γκραικούς» αντί «Γραικούς» από αδυναμία να προφέρουν τον φθόγγο [ γ ] και καθιερώθηκε στους Δυτικούς λαούς αυτή η Εθνοονομασία (Graecus, Graeci, Greece, Grecia, Greco, κ.α). 

Το όνομα «Γραικοί», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (384 – 322), (Μετεωρολ. Α. 352α), ήταν αρχαιότερο του ονόματος «Σελλοί ή Ελλοί». Μετά από πολλές περιπλανήσεις στην Πίνδο και την Ήπειρο, μέχρι τον άνω ρού του Αώου ποταμού και την Μολοσσίαν χώρα, ονομάσθηκαν «Παραούαι», αργότερα θα μετοικίσουν μαζί με μία ομάδα Μολλοσών στην Κασσωπαία (σημερινή περιοχή της Πρεβέζης) και θα ονομασθούν «Κασσωπαίοι». Εν συνεχεία, περί το 1200 π.Χ, θα εμφανισθούν στα «Κίρρα» (Ιτέα), τους Δελφούς και την Δυτική Φθιώτιδα με το όνομα «Σελλοί ή Ελλοί ή Έλλοπες», αλλά και «Ενιήνες = Αινιάνες». Με το ίδιο όνομα, «Ενιήνες = Αινιάνες», είχαν λάβει μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας (Ιλιάδα Β.748 – 750): «...Γουνεύς δ’ εκ Κύφου ήγε δύω και είκοσι νήας, τω δ’ Ενιήνες έποντο μενεπτόλεμοί τε Περραιβοί οί περί Δωδώνην δυσχείμερον οικί’ έθεντο...» («...Ο Γουνέας από την Κύφο έφερνε είκοσι δύο πλοία και είχε μαζί του ανδρείους Ενιήνες (Αινιάνες) και Περαιβούς που κατοικούσαν στην κακοχείμωνη Δωδώνη...»).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι «Γραικοί», οι «Σελλοί ή Ελλοί », οι « Έλλοπες» οι «Αινιάνες - Δωδωναίοι», ήταν το ίδιο ποιμενικό φύλο με διαφορετικά ονόματα. Δηλαδή ονομάζονταν κατά περίσταση, «Γραικοί», «Σελλοί», «Ελλοί», «Αινιάνες», «Παραούαι», «Κασσωπαίοι» κ.ά. Σε όλες τις περιοχές που αποδεδειγμένα μετακινήθηκαν οι ομάδες των «Γραικών» ή «Σελλών» ή «Ελλών» ή «Δωδωναίων Αινιάνων», υπάρχουν και σήμερα ακόμη τοπωνύμια που έχουν την ρίζα τους στις λέξεις Σελλός και Γραικός (Ήπειρο, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, κ.α) [Στη συνέχεια αναφέρονται ενδεικτικά τοπωνύμια που έχουν τη ρίζα τους στο όνομα «Σελλός και Γραικός»]

 Βιβλιογραφία Ιστορικών Ερευνητών, σχετικά με τους «Αινιάνες» (Ενιήνες) 

Η Συγγραφέας Πριάμου–Χριστίδου Χριστίνα, στο βιβλίο της: "ΕΛΛΗΝΕΣ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ" (Σελίδες 33 - 35), αναφέρει για τους «Σελλούς ή Ελλούς ή Αινιάνες», μεταξύ άλλων και τα εξής: «...Οι Αινιάνες (Ενιήνες) είχαν γίνει γνωστοί στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου με την ονομασία Έλληνες, επειδή αποκαλούνταν Σελλοί ή Ελλοί. Η Χώρα τους ονομαζόταν Ελλοπία, όπως η Εύβοια (Ηρόδοτος Η. 23, Ελλοπίη μοίρη). Οι κάτοικοι της Φθίας ονομάζονταν από τον Όμηρο «Έλληνες» και ήταν ομόφυλοι των Σελλών ή Ελλών της Ηπείρου και των (Ενιήνων) Αινιάνων της Περραιβίας …» (Ομήρου Ιλιάς Π. 233 – 235). 

Επίσης, για τις μετακινήσεις των Αινιάνων, ο Πλούταρχος (46-127 μ.Χ), «Κεφαλαίων καταγραφή, Αίτια Ελληνικά» (ΤΟΜ. ΙΙ, ΧΙΙΙ), αναφέρει: «Πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταναστάσεις. Πρώτον μεν γάρ οικούντες περί το Δώτιον πεδίον. Εξέπεσον υπό Λαπιθών είς Αίθικας, (παρά την Πίνδον οικούντας). Εκείθεν της Μολοσσίας την περί τον Αραούαν χώραν κατέσχον, όθεν ωνομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον Βασιλέα, του θεού προστάξαντος, είς την περί τον Ίναχον χώραν κατέβησαν οικουμένην υπό Ιναχιέων και Αχαιών…». [ Ο «Ίναχος» είναι παραπόταμος του Σπερχειού και έχει τις κύριες πηγές του στο όρος «Οξυά». Όσον αφορά τους «Ιναχιείς» που αναφέρει ο Πλούταρχος προφανώς εννοεί τους Δρύοπες και τους Αγραίους - Γραίους, που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή και οι οποίοι αποτέλεσαν αργότερα μαζί με τους Σελλούς – Ελλούς– Αινιάνες και άλλα συγγενικά φύλα μία Ομοσπονδία (Βλ. Συν. Χάρτη, με την περιοχή που πρωτοεγκαταστάθηκαν οι Αινιάνες, σε πόλη ή όμιλο μικρών οικισμών με την ονομασία, "Ομίλαι")].

Οι Αινιάνες ήταν νομαδικός– κτηνοτροφικός λαός, ξεκαλοκαίριαζαν στα ορεινά βοσκοτόπια και ξεχειμώνιαζαν στα πεδινά. Οι μετακινήσεις τους ήταν συχνές από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση των κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους. Οι μετακινήσεις των Αινιάνων από το «Δώτιον πεδίον», άρχισαν περί το 1400 π.Χ με μικρές ομάδες στην αρχή, χωρίς το χαρακτήρα της οργανωμένης εκστρατείας και διήρκεσαν 200 έτη περίπου. Περί το 1400 π.Χ θα μετακινηθούν προς τα ορεινά της Πίνδου και προς την περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος. Ο Στράβων [ (67 π.Χ – 23 μ.Χ), (Θ. V. 12) ] τους ονομάζει «μετανάστες», λόγω του νομαδικού τους χαρακτήρα και επειδή ήταν νομαδικό ποιμενικό φύλο που μετακινείτο συνεχώς. [ Αν δεχθούμε ότι ο Τρωϊκός πόλεμος έγινε περί το 1193 – 1184 π.Χ, σημαίνει ότι οι πρώτες ομάδες των Αινιάνων, είχαν μετακινηθεί και εγκατασταθεί στη Δυτική Φθιώτιδα μέχρι τις πηγές του Σπερχειού πρό του Τρωϊκού πολέμου, δηλαδή περί το 1400 -1300 π.Χ ]. Οι πρώτες αυτές ομάδες των «Αινιάνων», συγκατοικούσαν με τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής τους «Αχαιούς Φθιώτες» και την άλλη μικρή ομάδα τους «Μυρμιδόνες», που είχε φέρει μαζί του ο Πηλέας (πατέρας του Αχιλλέα) από την Αίγινα, όταν κατέφυγε στο  παλάτι του Ευρυτίωνα. Οι ομάδες αυτές των «Αινιάνων», όπως προαναφέρθηκε, ονομάζονταν «Σελλοί ή Ελλοί». Ο Όμηρος τις ονομάζει «Έλληνες» (Σελλοί- Ελλοί = Έλληνες) και την περιοχή ή πόλη που κατοικούσαν την ονομάζει «Ελλάδα καλλιγύναικα»: "...οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί των αύ’ πεντήκοντα νεών ήν αρχός Αχιλλεύς..."(Ομήρου Ιλιάς Β.681-685). 

Κατά το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, έγιναν μαζικές μετακινήσεις των Αινιάνων προς την περιοχή της σημερινής Βορείου Ηπείρου, στον άνω ρου του Αώου ποταμού και ήλθαν σε επαφή με τους Μολοσσούς. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την λατρεία που έτρεφαν οι Αινιάνες προς τον ήρωα των Μολοσσών Νεοπτόλεμο, ο οποίος όπως είναι γνωστό ήταν γιος του Αχιλλέα και τον οποίο οι Αινιάνες θεωρούσαν πρόγονό τους. Στη συνέχεια θα μετοικήσουν μαζί με μία ομάδα Μολοσσών στην «Κασσωπαία» (σημερινή περιοχή της Πρεβέζης) και αργότερα θα μεταναστεύσουν μέσου της Νοτίου Πίνδου προς την Φθιώτιδα και τους Δελφούς. Περί το 1200 π.Χ, οι Αινιάνες παρουσιάζονται πλέον με ιστορική αυθυπαρξία και ξεχωριστή πολιτική οντότητα και πολιτειακή οργάνωση στην περιοχή των Δελφών, στα Κίρρα (σημερινή Ιτέα και στην ευρύτερη περιοχή). Περί το 1100 π.Χ εγκαταστάθηκαν αρχικά στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού «Ίναχου» (σήμερα δυστυχώς αναφέρεται με το Σλαβικό όνομα «Βίστριζα») και εν συνεχεία απλώθηκαν μέχρι τις «πηγές του Σπερχειού» («Στις Παρυφές του Τυμφρηστού») και σε όλη την Δυτική κοιλάδα του Σπερχειού. 
[ Σύμφωνα με τον Παυσανία (110 - 180 μ.Χ, Βιβλ. 10. 8, 2), η εγκατάσταση των Αινιάνων στις «πηγές του Σπερχειού» δεν ήταν τυχαία, ο χώρος αυτός είχε συνδεθεί με την τύχη της φυλής τους. Πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και μάλιστα υπερηφανεύονταν γι’ αυτό. Είχαν μεγάλη λατρεία προς το πρόσωπο του Αχιλλέα και του γιού του Νεοπτόλεμου. Οι Αινιάνες μαζί με τα συγγενικά τους φύλα, τους Αχαιούς - Φθιώτες, τους Μαλιείς, τους Δόλοπες και τους Λοκρούς, αποτέλεσαν την πρώτη Αμφικτυονική ομάδα την «Πυλαία», που συνεδρίαζε δύο φορές το χρόνο, μία την άνοιξη και μία το Φθινόπωρο, στο ιερό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος. Οι Αινιάνες ισχυρίζονταν ότι ήταν από τους ιδρυτές της πρώτης Αμφικτυονίας και μάλιστα είχαν περιληφθεί από τον ίδιο τον Αμφικτύονα, τον γιο του Δευκαλίωνα, ιδρυτή του Αμφικτυονικού Συνεδρίου ].

Οι Αινιάνες ως κατ’ εξοχήν νομάδες ποιμένες, διαβιούσαν σε μικρούς απομακρυσμένους μεταξύ τους οικισμούς. Λόγω όμως του κοινού φυλετικού δεσμού και της κοινής Ιστορίας τους, διατηρούσαν δεσμούς μεταξύ τους που τους οδήγησε να ιδρύσουν «Ομοσπονδιακή διοίκηση». Η Ομοσπονδιακή αυτή διοίκηση είχε την ίδια περίπου μορφή και οργάνωση με τα «ΚΟΙΝΑ» των άλλων Ελληνικών φύλων και ονομαζόταν «ΚΟΙΝΟΝ ΤΩΝ ΑΙΝΙΑΝΩΝ». Κάθε οικισμός – «Κώμη» εξέλεγε κάτ’ έτος, ανάλογα με τον πληθυσμό της, ορισμένον αριθμό αντιπροσώπων στην «Ομοσπονδιακή Διοίκηση». Οι ορεινοί οικισμοί, που ήταν μικροί σε πληθυσμό και δεν διέθεταν τις προϋποθέσεις για την εκλογή αντιπροσώπου στο «Κοινόν των Αινιάνων», συνενώθηκαν σε «Όμιλο» και εξέλεγαν από κοινού αντιπρόσωπο και μέσου αυτού συμμετείχαν στις εργασίες της Ομοσπονδιακής Διοίκησης. Προφανώς από μία τέτοια Ένωση των οικισμών προήλθε η ονομασία «Ομίλαι» και ένας από τους οικισμούς του «Ομίλου» ήταν και τα «Σελλάκια ή Σουλλάκια».

Για την πόλη «Ομίλαι», ή τον Όμιλο των οικισμών, δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα και αυτά που γνωρίζουμε προέρχονται από επιγραφές που βρέθηκαν στους Δελφούς και από ορισμένους χάρτες που βρέθηκαν από την παρούσα έρευνα και παρατίθενται στη συνέχεια. Ο Ι. Βορτσέλας, καθηγητής φιλόλογος και συγγραφέας του βιβλίου "Φθιώτις "1907, στη σελίδα 82, σχετικά με την πόλη «Όμίλαι» αναφέρει : «...Όμίλαι (Πτολεμαίος Γ. 42), ής Εθνικόν Ομιλιάδας (ίδ. Δελτίον Ελληνικής Αλληλογραφίας έτος V. 1881 σελ. 137), ένθα μνημονεύονται Βούλαρχοι έν Οίτα «Αριστίων Ομιλιάδας» και «Κρινόλαος Ομιλιάδας»). Και εν άλλη επιγραφή ανευρεθείση εν Δελφοίς (Δελ. Ελλην. Αλληλογραφίας έτος Χ Χ 1896 εν σελ. 622, αναγομένη δε εις το έτος 188 πρ. Χρ, αναγράφεται Ιερομνήμων ο «Τιμόμαχος Ομιλιάδας». Τα Οιταϊκά, σύγγραμμα του Νικάνδρου (Αθην. VII, 28, 2 f. 329 και ΙΧ 411), απώλοντο, παρά δε νεωτέροις πραγματείαν έγραψεν ο Εmile Hubnor (Hermes Τόμος VII, 1873,  σελ. 380 – 392). 

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, με το Νόμο "Περί Συστάσεως των Δήμων" (27 -12- 1833/ 8 -1- 1834, Φ.Ε.Κ 3/10 -1- 1834), συστάθηκε ξεχωριστός Δήμος με την ονομασία Δήμος Ομιλαίων. Σύμφωνα με το Νόμο οι ονομασίες των Δήμων έπρεπε να προέρχονται από τα αρχαία ονόματα των τοποθεσιών της ευρύτερης περιοχής ή της πόλης. Αυτό έγινε για να δοθεί συνέχεια στη ζωή των Ελληνικών πόλεων και των χωριών της Ελληνικής φυλής. Στο Δήμο Ομιλαίων υπήχθησαν οι οικισμοί που βρίσκονταν εντός της Γεωγραφικής περιφέρειας της αρχαίας πόλης των Αινιάνων, "Ομίλαι" (ή του ομίλου των μικρών οικισμών), που ήταν στην ίδια περιοχή πριν την Ρωμαϊκή κυριαρχία. Τα όρια του Δήμου Ομιλαίων, ήταν τα ίδια με εκείνα που είχαν οι Αινιάνες, όταν πρωτοεγκαταστάθηκαν στην περιοχή αυτή, δηλαδή από τις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού «Ίναχου», έως τις πλαγιές των «Κοκκαλίων», που πηγάζει ο άλλος παραπόταμος του Σπερχειού «Έλληνας ή Ρουστιανίτης». Η πρώτη- επίσημη- εμφάνιση του Δήμου Ομιλαίων έγινε στο Παράρτημα του υπ' αρίθ. 2 Φ.Ε.Κ /1837 (Γενικός Πίναξ των Δήμων του Κράτους, ως Δήμου της επαρχίας Φθιώτιδος). Ο Δήμος Ομιλαίων, ανήκε στη Γ΄τάξη, είχε έδρα το Γαρδίκι και είχαν υπαχθεί σ’αυτόν οι σημερινοί οικισμοί: Πουγκάκια - Παλαιοχώρι (Ι.Μ. ΠΡΟΦ. ΗΛΙΑ), Στάγια (Πλάτανος), Κυριακοχώρι, Νικολίτσι, Αργύρια. Ο αρχαίος οικισμός "Σελλάκια ή Σουλάκια" (κτηματική περιφέρεια του Παλαιοχωρίου), την περίοδο εκείνη ήταν συνοικισμός των Πουγκακίων και υπαγόταν στο Δήμο Ομιλαίων. Με το Β.Δ της 20ής Ιουνίου (2 Ιουλίου) 1841, το οποίο δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ, ο Δήμος Ομιλαίων συγχωνεύθηκε στο Δήμο Σπερχειάδος. Με το Β.Δ της 28ης Οκτωβρίου 1878 (το οποίο δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ 65 /20 -11- 1878), "Περί μετασχηματισμού του Δήμου Σπερχειάδος, εις Δήμους "Σπερχειάδος" και "Ομιλαίων", έγινε ανασύσταση του Δήμου Ομιλαίων. Με την ανασύστασή του ο Δήμος Ομιλαίων κατατάχθηκε στη Β' τάξη, με πληθυσμό 3.150 κατοίκους και έδρα το Γαρδίκι. Το Δήμο Ομιλαίων αποτέλεσαν τα χωριά που είχε προ της συγχωνεύσεώς του με το Δήμο Σπερχειάδος (εκτός από τα Πουγκάκια και το Παλαιοχώρι, που είχαν προσχωρήσει στο Δήμο Τυμφρηστού, μετά την διαμάχη τους με το Δήμο Ομιλαίων για την κατάληψη των κτημάτων του διαλυθέντος Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία), καθώς επίσης και τα χωριά Σέλλιανη, (Μάρμαρα - Περιβόλι) και η Κολοκυθιά, που ανήκαν στο Δήμο Καλλιέων, ο οποίος είχε συγχωνευθεί στο Δήμο Σπερχειάδος από το 1841. Το έμβλημα του Δήμου Ομιλαίων καθορίσθηκε με το Β.Δ της 25ης Οκτωβρίου 1882 (Φ.Ε.Κ 30/ σελ. 135): "... (ίνα) η σφραγίς του δήμου Ομιλαίων φέρη έμβλημα εν μέσω μεν "Νύμφη φέρουσα υδρίαν εν τη αριστερά", γύρωθεν δε τας λέξεις "δήμος Ομιλαίων...". (Επίσης, με το δεξί χέρι κρατούσε στάχυα σιταριού και το σχόλιο συλλογής σφραγίδων του ΕΛΙΑ γράφει: "... Συμβολίζει Σταυρόν εκ στάχεων σίτου ον συνήθως οι γεωργοί θέτουν επί των θυμωνιών. Ετέθη το έμβλημα τούτο διότι ο δήμος είναι σιτοπαραγωγικός..." (Συλλογή σφραγίδων ΕΛΙΑ τ. Α΄. σελ. 44).    

Η άποψη ότι το όνομα του "Δήμου Ομιλαίων" δεν στηρίζεται σε ιστορική μαρτυρία, διότι η πόλη «Ομίλαι» (ή Όμιλος μικρών οικισμών) βρισκόταν Ανατολικά της Υπάτης και ότι ο "Δήμος Ομιλαίων" θα έπρεπε να είχε ονομασθεί "Δήμος Ιναχιέων" και όχι "Δήμος Ομιλαίων", είναι λανθασμένη. Διότι η πόλη «Ομίλαι» (ή Όμιλος μικρών οικισμών) σύμφωνα με όλους τους αρχαίους Χάρτες βρισκόταν Δυτικά της Υπάτης και συγκεκριμένα στην περιοχή όπου βρίσκονται σήμερα τα Πουγκάκια, το Παλαιοχώρι και το Γαρδίκι Ομιλαίων. Στη Βόρεια πλευρά του Γαρδικίου Ομιλαίων (από τη θέση «Μάρμαρα ή Σπαρτιά» μέχρι τη θέση «Μύλος», εκεί όπου σήμερα υπάρχουν ίχνη αρχαίου οχυρωματικού τείχους), υπήρχε η Φρουρά της πόλης Ομίλαι (ή του ομίλου των οικισμών). Από αυτό το οχυρωματικό τείχος και την Εθνοφρουρά της πόλης Ομίλαι προέκυψε η ονομασία του σημερινού οικισμού, Γαρδίκι Ομιλαίων (Garde = Φρουρά - Gardist (Γαρδίκι) = Φρουρός, Γαρδίκι Ομιλαίων = Φρουρός της πόλης Ομίλαι (ή του Ομίλου των μικρών οικισμών). Αλλά και στη «Χάρτα της Ελλάδος», που φιλοτεχνήθηκε στη Βιέννη το 1797 από τον Ρήγα τον Βελεστινλή, η πόλη «Ομίλαι» (ή όμιλος μικρών οικισμών) απεικονίζεται στην ίδια θέση, δηλαδή Δυτικά της Υπάτης στις πηγές του Σπερχειού (Βλ. παρακάτω χάρτες). Επίσης, στην Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη αναφέρονται τα εξής: «…Επί της αρχαίας "Ομίλου" της επικτήτου Αιτωλίας, λείψανα τειχών της οποίας διατηρούνται, κείται το Γαρδίκι Ομιλαίων…». Όσον αφορά την άποψη ότι η ονομασία του "Δήμου Ομιλαίων" προήλθε από το όνομα της αρχαίας πόλης "Ομόλη ή Ομόλιον", που ευρίσκετο στην περιοχή της Υπάτης και αυτή είναι λανθασμένη. Διότι η πόλη "Ομίλη ή Ομόλιον" βρισκόταν στην περιοχή των Τεμπών και συγκεκριμένα στους βόρειους πρόποδες της Όσσας. Συνεπώς η ονομασία του "Δήμου Ομιλαίων" προήλθε από το όνομα της αρχαίας πόλης των Αινιάνων Ομίλαι (Homile) και όχι από την πόλη "Ομίλη ή Ομόλιον". Δεν αποκλείεται όμως μεταξύ των δύο πόλεων να υπήρχε στενή συγγενική σχέση, διότι η περιοχή που ευρίσκετο η πόλη "Ομόλη ή Ομόλιον" στα Τέμπη, βρισκόταν και το "Δώτιον πεδίον" που ήταν η κοιτίδα των Αινιάνων.       

[ Με τη διάνοιξη των σηράγγων στα Τέμπη ήλθαν στο φως πολλά και σημαντικά ευρήματα τα οποία προσφέρουν εκτός από ιστορικά στοιχεία και νέους αρχαιολογικούς χώρους. Στη βόρεια έξοδο των σηράγγων βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του "Ομολίου".  Εκεί βρέθηκε το δεξί πόδι πήλινου κολοσσιαίου αγάλματος, μήκος πέλματος 0,95 μ. (ο αρχαιολόγος Α. Αρβανιτόπουλος υπολογίζει το ύψος του σε 5 μέτρα). Το πόδι φορεί κάτειμμα στερούμενο ιμάντες πάνω στους οποίους εικονίζεται ανάγλυφος κεραυνός. Εικάζεται ότι ανήκει σε άγαλμα του Διός στον οποίο θα ήταν αφιερωμένος Ναός. Όπως είναι γνωστό το ανατολικότερο τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, που οριζόταν από την Όσσα, το Πήλιο, τον Όλυμπο, τις Κυνός Κεφαλές και τις λίμνες Βοιβηϊδα και Νεσσωνίδα, ονομάζετο "Δώτιον πεδίον". Προφανώς το όνομα "Δώτιον" προέρχεται από το όνομα του θεού "Δία" και "Δώτιον πεδίον" σημαίνει περιοχή του Δία. Όπως και το όνομα του πρώτου Μαντείου της Δωδώνης, που σύμφωνα με πολλούς αρχαίους, αλλά και σύγχρονους ιστορικούς βρισκόταν σε αυτή την περιοχή, προέρχεται από το όνομα του ΔΙΑ και της συζύγου του ΔΩΝΗΣ (ΔΙΑΣ = ΔΩ + ΔΩΝΗ = ΔΩΔΩΝΗ). Το "Δώτιον πεδίον" ήταν η κοιτίδα όχι μόνο των Αινιάνων, αλλά ολοκλήρου του Ελληνισμού. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής ονομάζονταν "Έλλοπες, Σελλοί ή Ελλοί, αλλά και Γραικοί. Στην περιοχή αυτή βρισκόταν, εκτός από την πόλη "Ομόλιον" (που χρονολογείται την και την χιλιετία π.Χ) και οι πόλεις Αινεία = Αινιάνες, Μάλλοια = Μαλιείς, Δώριον = Δωριείς, Δώτιον, Πύθιον, Δολίχη, Αζώρος, κ.α. Οι Αινιάνες , μετά από περιπλάνηση σε πολλές περιοχές της ραχοκοκαλιάς της Πίνδου μέχρι τον Αώο ποταμό και τα Κίρρα (σημερινή Ιτέα), εγκαταστάθηκαν στις όχθες του Ίναχου και εν συνεχεία απλώθηκαν μέχρι τις πηγές του Σπερχειού. Στην περιοχή αυτή ίδρυσαν την πόλη ή όμιλο μικρών οικισμών με την ονομασία Ομίλαι, αλλά δεν ξέχασαν ποτέ την αρχική τους πατρίδα. Ενοποίησαν την Πυλαία Αμφικτυονία (που σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν από τους πρώτους που την δημιούργησαν), καθώς και την Αμφικτυονία των Δελφών (που κατά ορισμένους και αυτή ήταν δημιούργημα δικό τους, όταν είχαν εγκατασταθεί στα Κίρρα), με την Αμφικτυονία των Τεμπών. Χαρακτηριστικό έργο της ενοποίησης ήταν η  τεράστια ιερά οδός που στρώθηκε από τους Δελφούς έως το "Ομόλιον" στα Τέμπη, για να συνδέει και συμβολικά τα δύο απόμακρα ιερά του Απόλλωνος, την διάνυαν ιερές πομπές που πραγματοποιούνταν κάθε εννιά χρόνια και τις οποίες ονόμαζαν "Σεπτήρια". (Περισσότερα για τους Αινιάνες και τα άλλα Ελληνικά φύλα, που κατοικούσαν στις Παρυφές του Τυμφρηστού, στη Σελίδα: Αρχαία Ελληνικά φύλα )].

Οι Αρχαίοι Χάρτες που ακολουθούν απεικονίζουν την περιοχή όπου ευρίσκετο η αρχαία πόλη (ή όμιλος  μικρών οικισμών) των Αινιάνων, με την ονομασία «Ομίλαι» (Homile). Σε όλους τους Χάρτες που αναρτήθηκαν, αλλά και σε άλλους παρόμοιους που δεν αναρτήθηκαν ακόμη, η πόλη Ομίλαι (Homile) απεικονίζεται Δυτικά της σημερινής Υπάτης (στις πηγές του Σπερχειού). Μάλιστα δύο από τους Χάρτες που αναρτήθηκαν είναι πιο συγκεκριμένοι, ο ένας αναγράφει Όμίλαι - Πουγκάκι (Homilae - Pugaki) και ο άλλος  Σπερχειού πηγές - Ομίλαι (Sperchi fons - Homile). Επίσης, σε ορισμένους Χάρτες η αρχαία πόλη των Αινιάνων Υπάτα (Hypata) απεικονίζεται Βορειοδυτικά της πόλης Ομίλαι και συγκεκριμένα στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Μπολιάνα και Μουτζουράκι ή Μαζαράκι. Προφανώς η αρχαία πόλη "Υπάτα" (Υπάτη) να ευρίσκετο στην περιοχή αυτή και αργότερα (το 410 π.Χ περίπου) να μεταφέρθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Υπάτη. Άλλωστε αυτό προκύπτει και από την ονομασία της, "Νέα Υπάτα" και σε παράφραση "Νέα Πάτρα". Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ονομαζόταν από τους Τούρκους "Πατρατζίκι", που σημαίνει μικρή Πάτρα, προφανώς για να ξεχωρίζει από την την μεγάλη Πάτρα της Πελοποννήσου.  

Gerardus Mercator (1512 - 1594): MACEDONIA, EPIRUS ET ACHAIA, Amsterdam, 1620 [36x43cm]
Gerardus Mercator: Nova Totius Graeciae descriptio, Amsterdam, 1620 [www.raremaps.com]
Joan Blaeu (1596 - 1673): MACEDONIA, EPIRUS ET ACHAIA - Atlas Maior, Amsterdam, 1659 [41x49cm]
"Macedonia Epiro Livadia Albania E Ianna Divise nelle sue partie principali" - Giacomo Cantelli da Vignola - Giacomo Giovanni Rossi, 1684 [www.raremaps.com]
"Voyage du jeune Anacharsis en Grece", Barthelemy Jean-Jacques [Paris: De Bure l'aine, 1789, Sotheby's: Printed Books, Drawings and Maps. 2000 | USA]
"Η  Μεγάλη  Χάρτα  της  Ελλάδος" - Ρήγας  Βελεστινλής,  Βιέννη  1797
R.Wilkinson, 1/4/1808 N.68, Cornhill, London
Ο παραπάνω Χάρτης απεικονίζει την περιοχή της Θεσσαλίας, που από το 27 π.Χ ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος κατάργησε το "Κοινόν των Αινιάνων" και τους προσάρτησε στο "Κοινόν των Θεσσαλών". Επίσης, στον παραπάνω χάρτη απεικονίζονται οι πιο σημαντικές πόλεις της Θεσσαλίας εκείνης της περιόδου και παρατηρούμε ότι στην περιοχή της Νότιας Θεσσαλίας (περιοχή που κατοικούσαν οι Αινιάνες), απεικονίζονται μόνο δύο πόλεις: Ομίλαι (Homila) και Υπάτη (Hypata). Αυτό καταδεικνύει πόσο σημαντική ήταν, εκείνη την περίοδο, η πόλη (ή  Όμιλος  μικρών  οικισμών) των Αινιάνων, με την ονομασία :  "Ομίλαι"
"Griechenland und die Ionischen Inseln mit Beachtung der Klassischen Zeit", PERTHES, 1854
Ο παραπάνω Χάρτης προσδιορίζει επακριβώς την θέση της αρχαίας πόλης των Αινιάνων Ομίλαι, (ή του ομίλου των μικρών οικισμών), αναγράφοντας εκτός από το όνομα της αρχαίας πόλης Ομίλαι και το όνομα του σημερινού οικισμού Πουγκάκια (Homilae - Pugaki). Ο σημερινός οικισμός "Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Όμιλαίων) Φθιώτιδος μέχρι το 1946 ήταν συνοικισμός των Πουγκακίων και το όνομά του μας παραπέμπει σε αυτό το "παλαιό χωριό", που υπήρχε στην αρχαιότητα στην ίδια τοποθεσία. Επίσης, στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα το Γαρδίκι Ομιλαίων και ειδικότερα η Βόρεια πλευρά του σημερινού οικισμού, υπήρχε το οχυρωματικό τείχος και η φρουρά της πόλης Ομίλαι (ή του ομίλου των μικρών οικισμών). Ίχνη αυτής της φρουράς είναι και οι εναπομείναντες πελεκητοί ογκόλιθοι που βρίσκονται σήμερα στις θέσεις : "Σπαρτιά, Χάνι Στεργιάκη, Μύλος" κ.ά, στο Γαρδίκι Ομιλαίων. Το σημερινό όνομα του Γαρδικίου Ομιλαίων προέρχεται από το όνομα αυτής της φρουράς της αρχαίας πόλης των Αινιάνων, ή του Ομίλου των μικρών οικισμών, με την ονομασία: Ομίλαι (Garde =  Φρουρά, Gardist = Φρουρός, Ηomilae = Όμιλος = Γαρδίκι Ομιλαίων)

"Accurata Totius Archipelagi et Graeciae Universae. Tabula Multis locis Hodiernis Recens Aucta et Correcta.", Frederick de Wit, 1680
Στον παραπάνω Χάρτη, όπως και σε όλους τους Χάρτες που έχουν αναρτηθεί, αλλά και σε αυτούς που δεν έχουν αναρτηθεί ακόμη, απεικονίζεται η αρχαία πόλη των Αινιάνων Ομίλαι (ή Όμιλος μικρών οικισμών) στις πηγές του Σπερχειού, μάλιστα στο Χάρτη αυτό αναγράφεται : Sperchi fons - Homile (Σπερχειού πηγές Ομίλαι). Με δεδομένα ότι : 1/ Οι Αινιάνες σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τον Παυσανία και άλλους αρχαίους συγγραφείς εγκαταστάθηκαν αρχικά στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού, Ίναχου (στη σημερινή θέση "Σπαρτιά" του Γαρδικίου Ομιλαίων Φθιώτιδος) και εν συνεχεία απλώθηκαν μέχρι τις πηγές του Σπερχειού (διότι πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και σύμφωνα με τον Παυσανία υπερηφανεύονταν γι'αυτό). 2/ Όλοι οι αρχαίοι χάρτες που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα απεικονίζουν την πόλη Ομίλαι (ή τον όμιλο μικρών οικισμών των Αινιάνων) να βρίσκονται σε αυτή την περιοχή, ένας δε από τους Χάρτες αυτούς αναγράφει Homilae - Pugaki (Ομίλαι - Πουγκάκι). 3/ Στη θέση που βρίσκεται σήμερα το Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος (μέχρι το 1946 ήταν συνοικισμός των Πουγκακίων), υπήρχε αρχαίος οικισμός με τελευταία ονομασία "Σελλάκια ή Σουλλάκια". 4/ Στην περιοχή που βρίσκονταν τα "Σελλάκια ή Σουλλάκια" υπάρχει πηγή με την ονομασία "Κεφαλόβρυσο" και σε απόσταση 5-6 χιλιόμετρα περίπου υπάρχει άλλη πηγή με την ονομασία "Κούτσουρο" (αναβλύζουν 30 & 50 λίτρα νερό το δευτερόλεπτο αντιστοίχως, τον μήνα Αύγουστο). 5/  Τα νερά από τις δύο αυτές πηγές, μαζί με τα υπόλοιπα νερά της περιοχής, καταλήγουν στον έναν από τους δύο βασικούς παραποτάμους του Σπερχειού, τον "Ρουστιανίτη" που παλαιότερα ονομαζόταν "Ελληνας". 6/ Την δεκαετία του 1970, σε κοντινή απόσταση και συγκεκριμένα στη θέση "πηγαδούλια", βρέθηκε τυχαία από κάτοικο της περιοχής ένας λίθινος αμφίστομος πέλεκυς, που ήταν ιερό όργανο του θυσιαστηρίου και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην τελετουργία της θυσίας. 7/ Το τοπίο συνθέτει στο σύνολό του μία χρωματική αρμονία, μία φυσική μαγεία και ένα μεγαλείο που είναι αδύνατο να περιγράψει και η πιο ρομαντική φαντασία. Για όλους αυτούς τους λόγους και άλλους που αναφέρονται σε άλλες σελίδες, οι κάτοικοι της περιοχής, αλλά και ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές, πιστεύουν ότι κοντά στις πηγές αυτές βρίσκεται το Τέμενος και ο ευωδιαστός Βωμός που αναφέρει ο Όμηρος (Ιλιάδα: Ψ. 141 - 148).                        
 Αρχαιολ. Ευρήματα κατά μήκος του αρχαίου δρόμου Ράχες Τυμφρηστού - Οξυά - Βαρδούσια

Σε όλη την διαδρομή του αρχαίου δρόμου, που συνέδεε την Ήπειρο και την Θεσσαλία με την Νότια Ελλάδα και την Πελοπόννησο, από την Δωδώνη και το Σούλι έως τους Δελφούς και την Ναύπακτο, υπάρχουν σήμερα οικισμοί (τους οποίους θα αναφέρω στη συνέχεια), που έχουν τα ονόματα των «Σελλών και των Γραικών». Επίσης, κατά μήκος αυτού του αρχαίου δρόμου και εντός της Γεωγραφικής Περιφέρειας που κατοικούσαν οι «Δωδωναίοι Αινιάνες», από τις Ράχες Τυμφρηστού έως την Οξυά και τα Βαρδούσια, βρέθηκαν τυχαία ίχνη αρχαίων οικισμών. Συγκεκριμένα, στη θέση με την σημερινή ονομασία «Μπολιάνα», έχουν βρεθεί κατά καιρούς αρχαίοι τάφοι, πιθάρια, νομίσματα, επιγραφές και μία λαξευτή σαρκοφάγος, που δυστυχώς διαλύθηκε από σκαπτικό μηχάνημα. Η θέση «Μπολιάνα» είναι μία περιοχή με μεγάλο Αρχαιολογικό ενδιαφέρον και πρέπει να γίνουν συστηματικές έρευνες από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, διότι στη θέση αυτή είναι βέβαιο ότι υπήρχε κάποια από τις αρχαίες πόλεις των Αινιάνων που δεν έχουν εντοπισθεί ακόμη. Υπάρχει πιθανότητα στη θέση αυτή να ήταν αρχικά η πόλη των Αινιάνων "Υπάτα" (Υπάτη). Αυτό προκύπτει: Α/ Από τους αρχαίους Χάρτες (Βλ. Χάρτη 1, Χάρτη 2) που απεικονίζουν την πόλη Υπάτα (Hypata) βορειοδυτικά της πόλης Ομίλαι (ή του ομίλου των οικισμών), που έκτισαν οι Αινιάνες όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή αυτή, περί το 1200 π.Χ, ενώ η σημερινή Υπάτη κτίσθηκε το 410 π.Χ. (800 έτη περίπου αργότερα, όταν επεκτάθηκαν οι Αινιάνες ανατολικά προς την Οίτη). Β/ Από το ίδιο το όνομά της, "Νέα Υπάτα" (Νέα Υπάτη) και σε παράφραση "Νέα Πάτρα". (Την περίοδο της τουρκοκρατίας οι Τούρκοι ονόμασαν την "Νέα Πάτρα" "Πατρατζίκι", που σημαίνει μικρή Πάτρα, για να ξεχωρίζει από την μεγάλη Πάτρα της Πελοποννήσου).   

Σε μικρή απόσταση από την θέση «Μπολιάνα» και συγκεκριμένα στους πρόποδες του λόφου που βρίσκεται η «Μπολιάνα», στη θέση «Καστρορράχη», υπάρχουν επιφανειακά ευρήματα από μεγάλα κομμάτια πιθαριών και κεραμιδιών και όστρακα τοπικής κεραμικής που χρονολογούνται στην Ελληνιστική εποχή, αλλά έχουν βρεθεί και όστρακα Νεολιθικής εποχής. Επίσης, στα σημαντικά ευρήματα της περιοχής καταγράφονται ένα χάλκινο άγαλμα εφήβου του 5ου π.Χ αιώνα, 40 περίπου εκατοστών, που φυλάσσεται στο Μουσείο των Δελφών και ένα ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα γυναικός του 1ου μ.Χ αιώνα, 100 περίπου εκατοστών, που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας. Η τοποθεσία έχει ανακηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος, σύμφωνα με την υπ’αριθ’1154/4-3-1964 Απόφαση της Νομαρχίας Φθιώτιδας. Σε γειτονική θέση που ονομάζεται «Μηλορράχη», έχει βρεθεί Νεολιθική κεραμική και κατά την αρχαιολόγο κ. Φανουρία Δακορώνια, υπήρχε στη θέση αυτή Νεολιθικός οικισμός. Σημαντική επίσης είναι και η κοντινή θέση «Κουτσούφλιανη», που δεν έχει ερευνηθεί, αν και υπάρχουν πληροφορίες για αρχαίο οικισμό.

Στη Βόρεια πλευρά του Γαρδικίου Ομιλαίων (από τη θέση «Μάρμαρα ή Σπαρτιά» μέχρι τη θέση «Μύλος») βρέθηκαν λείψανα οχειρωματικού τείχους, αρχαία νομίσματα Αιτωλών, Οιταίων κ.ά. Στην ίδια περιοχή και συγκεκριμένα στη διασταύρωση για το Παλαιοχώρι, βρέθηκαν την δεκαετία του 1970, κατά την διάνοιξη του Δημόσιου δρόμου, διάφορα αρχαία πήλινα αγγεία ολόκληρα σε κοκκινο-πορτοκαλί χρώμα τα οποία δυστυχώς τα παρέλαβαν οι εργάτες και εξαφανίσθηκαν.  
Στη θέση «Βλάχικο» (συνοικισμός Πουγκακίων), βρέθηκε πιθάρι με αρχαία νομίσματα. Επίσης, στις θέσεις «Μητριγκούνα», «Οψιμόβριζες», «Νίσβαρης», «Κεφαλόβρυσο», «Κρανιές», «Καρυά», καθώς και απέναντι από τα «Σελλάκια», στο «Συνορίτικο» με το Γαρδίκι Ομιλαίων, στο «Σπαρτιά» στις «Κεχριές» του Γαρδικίου και σε άλλες περιοχές, μέχρι και την δεκαετία του 1970, οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τα κτήματά τους και κατά καιρούς ανέσυραν θρυμματισμένα κεραμίδια, σωρούς από λιθόπλινθους και λιθόπλακες από στέγες σπιτιών. (Σήμερα βέβαια όλες αυτές οι περιοχές είναι καλυμμένες με ένα πυκνό ελατοδάσος και άλλα άγρια θαμνώδη και ξυλώδη φυτά - μακί).

Στη θέση «Ξυνομηλιές», λίγα μέτρα πριν από το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι, ανακαλύφθηκε το 1970, «Μυκηναϊκός» τάφος κιβωτιόσχημος μικρών διαστάσεων με πλάκες (όμοιος με αυτούς που βρέθηκαν στα Μάρμαρα Φθιώτιδος). Επίσης, βρέθηκαν οστά νέου ανθρώπου, τα οποία δυστυχώς έχουν καλυφθεί με τσιμέντο μαζί με τον αρχαίο τάφο, εκτός από ένα τμήμα του αρχαίου τάφου που βρίσκεται ακόμη σήμερα στην άκρη του δρόμου. (Βλ. Συν. Φωτογραφία). 

Σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα βρέθηκαν και σε κοντινές περιοχές από το Παλαιοχώρι, κατά μήκος του αρχαίου δρόμου που αναφέρθηκε παραπάνω. Συγκεκριμένα κοντά στον σημερινό οικισμό Περιβόλι, που βρίσκεται χτισμένος στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου, βρέθηκαν ίχνη αρχαίου οικισμού και όστρακα από καλής ποιότητας αγγεία που μαρτυρούν την ύπαρξη του οικισμού στη Μυκηναϊκή εποχή, την 2η ακόμη και την 3η χιλιετία π.Χ. Επίσης, στην ίδια περιοχή (τέσσερα χιλιόμετρα Νοτιοανατολικά του σημερινού οικισμού Μάρμαρα), βρέθηκε Μυκηναϊκό νεκροταφείο (11ος αιώνας π.Χ). Η Αρχαιολόγος Φανουρία Δακορώνια στο Βιβλίο της, «Μάρμαρα τα Υπομυκηναϊκά νεκροταφεία των Τύμβων», αναφέρει: «...οι τάφοι ήταν ιδιότυποι, κιβωτόσχημοι μικρών διαστάσεων και σε τρείς μορφές, με πλάκες, με πλευρές κτιστές και μικτός. Η εικόνα που παρέχει η κεραμική του νεκροταφείου συνίσταται σε δείγμα μεσοελλαδικών και Μυκηναϊκών μιμήσεων. Τα αγγεία προέρχονται από ένα τοπικό εργαστήριο που ο τεχνίτης του κατέχει τεχνικές παγιωμένες δια μέσου πολλών αιώνων...» (Βλ. Συν. Φωτογραφία). 

Η ύπαρξη αρχαιολογικών ευρημάτων στις πλαγιές του παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου όπως: α / Λείψανα οχυρωματικού τείχους της αρχαίας πόλης «Ομίλαι» ή του Ομίλου των μικρών οικισμών, στη Βόρεια πλευρά του Γαρδικίου Ομιλαίων (από τη θέση «Μάρμαρα ή Σπαρτιά» μέχρι τη θέση «Μύλος»). β / Ίχνη αρχαίου οικισμού και όστρακα από καλής ποιότητας αγγεία που μαρτυρούν την ύπαρξη του οικισμού στη Μυκηναϊκή εποχή, την 2η ακόμη και την 3η χιλιετία π.Χ, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα οι οικισμοί Μάρμαρα και Περιβόλι). γ / Υπομυκηναϊκά νεκροταφεία με μικρούς κιβωτιόσχημους τάφους νότια του σημερινού οικισμού Μάρμαρα, αλλά και σε άλλες περιοχές όπως στη θέση «Ξυνομηλιές» λίγα μέτρα πρίν το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι κ.ά, επιβεβαιώνουν τον αρχαίο ιστορικό Πλούταρχο (46 -127 μ.Χ), ο οποίος αναφέρει ότι οι Αινιάνες, μετά από πολλές περιπλανήσεις, εγκαταστάθηκαν περί το 1200 π.Χ στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού Ίναχου, που κατοικείτο εκείνη την εποχή από τους Αχαιούς και τους Ίναχείς (Γραικούς - Γραίους - Αγραίους). Από το «Δώτιον πεδίον της Περραιβίας» (περιοχή του Ολύμπου), όπου κατοικούσαν στην αρχή οι «Σελλοί ή Ελλοί ή Έλλοπες ή Αινιάνες», μετακινήθηκαν μέχρι την «Δωδώνη» και την «Μολοσσίαν χώρα» (Ήπειρο), την «Αραούαν χώρα» (Αώο ποταμό), την «Κασσωπαία» (περιοχή της Πρεβέζης), τα «Κίρρα» (Φωκίδα & Βοιωτία) και περί το 1200 π.Χ εγκαταστάθηκαν αρχικά στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού «Ίναχου» και αργότερα απλώθηκαν μέχρι τις πηγές του παραποτάμου του Σπερχειού «Έλληνα ή Ρουστιανίτη», όπου κατοικούσε ένα άλλο συγγενικό τους φύλο οι «Γραικοί» (Γραίοι, Αγραίοι, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ταξιάρχη Τσιόγκα, αλλά και τη Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα Βελεστινλή), με τους οποίους ενώθηκαν σε ένα είδος Ομοσπονδίας και περιφέρονταν από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση των κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους. Είχαν όμως, όπως φαίνεται, συχνή και αδιάλειπτο επικοινωνία μεταξύ τους, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τις νεότερες εποχές, διότι σε όλες τις περιοχές που αποδεδειγμένα μετακινήθηκαν οι ομάδες αυτές των «Σελλών ή Ελλών - Δωδωναίων Αινιάνων - Γραικών», υπάρχουν σήμερα τοπωνύμια που έχουν τη ρίζα τους στις λέξεις «Σελλός & Γραικός». Ενδεικτικά αναφέρονται μερικά απ’ αυτά τα τοπωνύμια:
1. Στο Νομό Ιωαννίνων, στις Νότιες πλαγιές του όρους Τόμαρος και πολύ κοντά στο «Σούλι» υπήρχε ο «Δήμος Σελλών» που λειτουργούσε μέχρι το 2010, οπότε και εντάχθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης" στο Νέο Δήμο Δωδώνης, που περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων Τοπικών διαμερισμάτων και την ευρύτερη περιοχή που βρίσκεται το αρχαίο θέατρο της  Δωδώνης. 

2. Στο Νομό Θεσπρωτίας, μεταξύ των Ιωαννίνων και της Ηγουμενίτσας, υπάρχει σήμερα τοποθεσία (διασταύρωση της Εγναντίας οδού), με την ονομασία: Κόμβος των «Σελλών». Επίσης, στην ίδια περιοχή υπάρχει η κωμόπολη «Γραικοχώρι», που ανήκει στο Δήμο Ηγουμενίτσας.

3. Στο Νομό Θεσπρωτίας, στην επαρχία «Σουλίου», υπάρχει σήμερα οικισμός, με την ονομασία «Γραίκα ή Γκρίκα», που ανήκει στην Τοπική Κοινότητα του "Καλλικρατικού" Δήμου Σουλίου.   

4. Στο Νομό Θεσπρωτίας, στην επαρχία «Σουλίου», υπάρχει σήμερα οικισμός (Τοπική Κοινότητα Κρυσταλλοπηγής, με την ονομασία Αγία Μαύρα, έως 1955 «Σέλλιανη»), σήμερα Δήμου Σουλίου.

5. Στο Νομό Άρτας, σε μικρή απόσταση από το «Σούλι», υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σελλάδες» (Τοπική Κοινότητα - Δημ. Ενότητα  Κομποτίου), που ανήκουν στο Δήμο Νικ. Σκουφά.

6. Στο Νομό Άρτας, σε μικρή απόσταση από το «Σούλι», υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σελλί», (Τοπική Κοινότητα  του  Δήμου Καραϊσκάκης), μέχρι το 1997, Κοινότητα «Γραικικού».

7. Στο Νομό Ευρυτανίας, στις πλαγιές του όρους Χελιδόνα, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία Τοπική Κοινότητα «Σελλών», του σημερινού "Καλλικρατικού" Δήμου Καρπενησίου.

8. Στο Νομό Ευρυτανίας, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Σέλλο», Τοπική Κοινότητα. του Δήμου Αγράφων  (βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριό Μάραθο γενέτειρα του Αντ. Κατσαντώνη).

9. Στις πλαγιές του Ολύμπου, στη θέση που στην αρχαιότητα υπήρχε πόλη των «Αινιάνων» με την ονομασία «Πύθιον ή Σέλλος», υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία Σέλλος, που θεωρείται η κοιτίδα του Ελληνικού γένους. (από το Σελλός ή Ελλός, προέκυψε το όνομα Έλληνες).

10. Στο Νομό Φθιώτιδος, στις όχθες του παραποτάμου του Σπερχειού «Ίναχου», (15 χ.λ.μ περίπου από το σημείο που πρωτοεγκαταστάθηκαν οι «Αινιάνες»), υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία «Μάρμαρα» (από τα αρχαία που έχουν βρεθεί εκεί, οχυρωματικά τείχη, Μυκηναϊκοί τάφοι κ.λ.π), μέχρι το 1928 ονομαζόταν «Σέλλιανη». Και οι δύο ονομασίες, Σέλλιανη & Μάρμαρα, δόθηκαν από τους σημερινούς κατοίκους του οικισμού που κατά την πλειονότητα τους προέρχονται από την Σέλλιανη, σημερινή Κρυσταλλοπηγή της Ηπείρου. Συγκεκριμένα μετά το αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτου Διονυσίου του Φιλοσόφου, το 1611 στην περιοχή της Θεσπρωτίας, οι Οθωμανοί για να επιβάλλουν την απόλυτη κυριαρχία τους άρχισαν τον βίαιο εξισλαμισμό των κατοίκων της περιοχής. Οι Έλληνες κάτοικοι που αρνούνταν να εξισλαμισθούν εγκατέλειψαν την περιοχή και μέσου του αρχαίου δρόμου που συνέδεε την 'Ηπειρο και την Θεσσαλία με την Νότια Ελλάδα και την Πελοπόννησο (Ασπροπόταμος, Άγραφα, Ράχες Τυμφρηστού, Οξυά), μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές όπως την ορεινή Θεσσαλία, την Ευρυτανία, την ορεινή Δυτική Φθιώτιδα, την ορεινή Ναυπακτία, την Πελοπόννησο κ.α. Στις νέες περιοχές που εγκαταστάθηκαν, για να θυμίζουν την καταγωγή τους, έδωσαν τα ονόματα των παλαιών χωριών τους όπως: Σέλλιανη, Νικολίτσι, Φτέρη, Σούλι, Κράβαρι Ναυπακτίας, κ.λ.π (Βλ. Χάρτη Σουλίου).        

11. Στο Νομό Φθιώτιδος, Δυτικά του σημερινού οικισμού Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων), υπάρχουν σήμερα ίχνη αρχαίου οικισμού με την ονομασία «Σελλάκια» (σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ταξιάρχη Τσιόγκα στη θέση αυτή είχαν την έδρα τους οι «Γραικοί» της γύρω περιοχής).

12. Στις πλαγιές του όρους Τσακαλάκι, Βορειοανατολικά της Ναυπάκτου, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία "Σέλλος" Τοπική Κοινότητα του Δήμου Ναυπάκτου (πρώην Δήμου Αποδοτίας).    

13. Στο Νομό Αχαϊας, υπάρχει σήμερα οικισμός, με ονομασία Τοπική Κοινότητα "Σελλών" του Δήμου Πατρέων.   
14. Στο Νομό Αρκαδίας Νοτιοδυτικά της Τριπόλεως, υπάρχει σήμερα οικισμός με την ονομασία "Γραικός" Τοπική Κοινότητα του Νέου Δήμου Μεγαλόπολης (μέχρι 1997 Κοινότητα "Γραικού").   

Περί το 280 π.Χ περίπου, οι Αινιάνες υπετάγησαν από τους Αιτωλούς, ένα άλλο Αιολικό φύλο το οποίο από τον 3ο αιώνα π.Χ, άρχισε να κυριαρχεί στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος. Το γεγονός που ανέβασε τους Αιτωλούς στα μάτια των άλλων Ελλήνων, ήταν η συμβολή τους στην απόκρουση των βαρβάρων Γαλατών που είχαν εισβάλει στην Ελλάδα το 279 π.Χ. Κατάφεραν να εξουδετερώσουν τους βαρβάρους εισβολείς αναγκάζοντάς τους όχι μόνο να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, αλλά να υποστούν μεγάλη συντριβή και οριστική διάλυση. Μόνο στα «Κοκκάλια», σύμφωνα με τον Παυσανία, οι νεκροί Γαλάτες ήταν πάνω από 22.000. Το σημείο που έγινε η μάχη βρίσκεται σε τμήμα της αρχαίας οδού, μεταξύ της Ράχης Τυμφρηστού και της Οξυάς (πάνω από τα Πουγκάκια και το Παλαιοχώρι) και καταλαμβάνει έκταση πολλών στρεμμάτων. Η περιοχή αυτή είναι διάσπαρτη από κόκαλα θρυμματισμένα και ασπρισμένα από το πέρασμα του χρόνου και για τον λόγο αυτό ονομάζεται «Κοκκάλια». [ Για τους Γαλάτες και για την μάχη στα «Κοκκάλια», το 279 π.Χ, γίνεται εκτενής αναφορά σε ξεχωριστό κεφάλαιο - σελίδα: "Γαλάτες - Κοκκάλια"].

Οι Αινιάνες, μετά την υποταγή τους από τους Αιτωλούς, προσχώρησαν κατ’ανάγκη περί το 280 π.Χ στην «Αιτωλική Συμπολιτεία ή Κοινόν των Αιτωλών», όπως την ονόμαζαν, που συνεδρίαζε μία φορά το χρόνο στο Θέρμο (δύο φορές συνεδρίασε και στην Υπάτη). Η υποταγή των Αινιάνων από τους Αιτωλούς υπήρξε καταστρεπτική, καθώς ολόκληρες πόλεις ισοπεδώθηκαν όπως η Μακρακώμη και η Σπερχειαί, που ευρίσκετο απέναντι από την Βίτωλη στη σημερινή θέση «Καστρορράχη». Υπήρχαν και άλλες πόλεις των Αινιάνων που καταστράφηκαν από τους Αιτωλούς, αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμη την θέση που βρίσκονταν αυτές, όπως η «Λαπίθη», η «Λάτυια», οι «Ερυθρές» κ.ά. Για το λόγο αυτό οι Αινιάνες, δέχθηκαν αργότερα τους Ρωμαίους ως ελευθερωτές και όταν ηττήθηκε η «Αιτωλική Συμπολιτεία» (μετά από ένα Ρωμαϊο-Αιτωλικό πόλεμο που άρχισε το 192 π.Χ και κράτησε μέχρι το 189 π.Χ), επανέκτησαν το «Κοινόν» τους το οποίο διατήρησαν μέχρι το 27 π.Χ, που ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος το κατάργησε και τους ενέταξε στο «Κοινόν των Θεσσαλών» με έδρα τη Λάρισα. Από την εποχή αυτή και έπειτα οι Αινιάνες βαθμιαία έπαψαν να υπάρχουν ως ξεχωριστό φύλο. Συγχωνεύθηκαν με άλλα Ηπειρωτικά κυρίως φύλα (Αθαμάνες, Αίθικες, Μολοσσούς, Θεσπρωτούς, αλλά και Ακαρνάνες, Αιτωλούς, Αγραίους, Δόλοπες, Δρύοπες, κ.α) και αποτέλεσαν μία Ομοσπονδία νομάδων-ποιμένων που συνέχιζαν την ζωή των προγόνων τους. Από τον Τυμφρηστό, τα Άγραφα, τα Τζουμέρκα και ολόκληρη την οροσειρά της Πίνδου, μετακινούνταν με τα κοπάδια τους από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση κατάλληλων βοσκοτόπων, ξεκαλοκαιριάζοντας στα βουνά (Τυμφρηστό (Βελούχι), Άγραφα, Αθαμάνικά όρη (Τζουμέρκα), Ακαρνανικά όρη κ.α) και ξεχειμωνιάζοντας στα πεδινά (Φθιώτιδα, Θεσσαλία, Αιτολωακαρνανία, αλλά και τις Παραθυάμηδες περιοχές της Θεσπρωτίας και της Βορείου Ηπείρου), χωρίς μόνιμη διαμονή και έχοντας για κατοικίες πρόχειρες καλύβες από κλαδιά και ξύλινους πασσάλους τις οποίες ονόμαζαν "Γραίκια" = κατοικίες των Γραικών

 «Γραικο – ποιμένες» (Σαρακατσάνοι) απόγονοι των Αινιάνων 
Πολλοί ιστορικοί ερευνητές θεωρούν τους σημερινούς Σαρακατσάνους συνέχεια των Αινιάνων, όπως ο Παναγιώτης Αραβαντινός (1811-1870), ο οποίος ασχολήθηκε με την Ιστορία των Σαρακατσάνων και τους θεωρεί: «...λείψανα των αρχαίων νομάδων Αινιάνων και Ηπειρωτών, ως καταδεικνύεται έκ των Εθνικών αυτών χαρακτηριστικών της γλώσσης δηλαδή, των ηθών και της φυσιογνωμίας …». Εκτός από την λέξη «Γραίκι» (Γρέκι), που σημαίνει κοιτώνας, πρόχειρη κατοικία και η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και στις ημέρες μας, υπάρχει και ένα άλλο κοινό στοιχείο που συνδέει τους αρχαίους Έλληνες με τους Νέο–Έλληνες και αυτό είναι η Εθνική μας ενδυμασία η Φουστανέλλα. Η Φουστανέλλα, κατ’ εξοχήν ένδυμα των νομάδων Δωδωναίων Αινιάνων και των σημερινών νομάδων ποιμένων Σαρακατσάνων, είναι η συνέχεια της πολεμικής ενδυμασίας του Αχιλλέα, (Χαλκοχιτώνας–Χαλκοθώρακας), των Ελληνικών πολεμικών θωράκων των Ιστορικών χρόνων, που κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας προστέθηκαν στο κάτω μέρος πτυχές, κάθε χρόνο σκλαβιάς και μία. Η ονομασία της Φουστανέλλας προέρχεται από την λατινική λέξη «Φούστ» που σημαίνει «πολεμική ενδυμασία» (πολεμική ομάδα, Φουσάτο, εξ' ού και το εμβατήριο: "... των εχθρών τα φουσάτα περάσαν..."). Από την λατινική λέξη Φούστ’, προέκυψε το Φουστ’–Ελλάς = Φουστ(αν)ελλάς = πολεμική ενδυμασία των Ελλήνων. Ότι η Φουστανέλλα είναι η εξέλιξη της πολεμικής ενδυμασίας του Αχιλλέα, προκύπτει από ζωγραφιά του Αχιλλέα που βρέθηκε πάνω σε Αττικό ερυθρόμορφο αμφορέα και είναι της περιόδου περί το 440 π.Χ. (Μουσείο Βατικανού). Την ίδια περίοδο περίπου (490 π.Χ μάχη Μαραθώνος και 480 π.Χ μάχη Θερμοπυλών), η πολεμική εξάρτηση των Ελλήνων στρατιωτών ήταν οι Ελληνικοί Θώρακες, οι οποίοι είναι αντίγραφα των Χαλκοθωράκων των Ελλήνων- Μυρμιδόνων, στρατιωτών του Αχιλλέα (Ιλιάδα: Γ.251, Δ.136, Κ. 21, Π.173, Σ.105 κ.ά). Βλ. Φωτο: Ζωγραφιά του Αχιλλέα, με την πολεμική του ενδυμασία (Χαλκοθώρακα), πάνω σε ερυθρόμοφο αμφορέα το 440 Π.χ, τους Ελληνικούς θώρακες, στη μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ και τους Φουστανελλοφόρους - Ευζώνους, στην Προεδρική Φρουρά σήμερα]

Οι ορεσίβιοι Φουστανελλάδες, οι «Βλάχοι», όπως τους αποκαλούσαν περιφρονητικά ορισμένοι «πρωτευουσιάνοι», δεν έσκυψαν ποτέ το κεφάλι στον κατακτητή καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας και ήταν από τους πρώτους που πήραν τα όπλα όταν έφτασε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού. Ο Νικόλαος Κασομούλης, συμπολεμιστής και γραμματέας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, στα «Ενθυμήματα της Επαναστάσεως του 1821», μας παρέχει πλήθος πληροφοριών για την δράση των «Γραικο-ποιμένων» (όπως ονομάζει τους Σαρακατσάνους), που υπήρξαν θερμοί, τίμιοι και αγνοί πατριώτες, με πολλούς επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές. Ο Αντώνης Μακρυγιάννης = «Κατσαντώνης» και τ’αδέλφια του (Γεώργιος = «Χασιώτης», Κώστας = «Λεπενιώτης» και Χρήστος), ο Τσιόγκας, ο Μακρής, ο Δίπλας, ο Μπουκουβάλας, οι Λιακατέοι, οι Συκάδες, οι Βλαχόπουλοι, οι Στορναραίοι, είναι μερικά από τα ονόματα των «Κλεφτών και Οπλαρχηγών - Γραικο-ποιμένων», που θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδος. Υπάρχουν όμως χιλιάδες ακόμη ονόματα «Γραικο-ποιμένων», που δυστυχώς δεν έγιναν γνωστά και δεν θα τα μάθουμε ποτέ. [Επίσης, ο Νικόλαος Κασομούλης στα Ενθυμήματά του μας παρέχει πλήθος πληροφοριών και για την επικοινωνία των «Κλεφτών και Οπλαρχηγών - Γραικοποιμένων», που γινόταν μέσω της ορεινής αρχαίας οδού, που αναφέρθηκε παραπάνω. Από τα Βαρδούσια, την Οξυά, τον Τυμφρηστό, τα Άγραφα, τον Ασπροπόταμο φθάνανε μέχρι το Σούλι. Το πιο σημαντικό τμήμα αυτής της αρχαίας οδού ήταν από της Ράχες Τυμφρηστού μέχρι την Οξυά. Αυτό το τμήμα ήταν ένα στρατηγικό σημείο, ένα μεγάλο σταυροδρόμι, που μπορούσαν να επικοινωνήσουν με την Ήπειρο και Θεσσαλία, μέσω Αγράφων, με την Ν. Ελλάδα και Πελοπόννησο, μέσω Οξυάς– Ναυπάκτου και με τα νησιά Λευκάδα, Ζάκυνθο, Κέρκυρα, μέσω του Καρπενησιώτη – Αμφιλοχία. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης (όταν υπέφερε από φυματίωση) είχε το στρατηγείο του κοντά σε αυτό το σταυροδρόμι και συγκεκριμένα στο Μοναστήρι της Παναγιάς στον Προυσό.  

Μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους, ο Βασιλιάς Όθωνας καθιέρωσε ως επίσημη ενδυμασία του Ελληνικού Στρατού και ορισμένων αξιωματούχων την Φουστανέλλα. Ο ίδιος ο Όθωνας φορούσε πάντοτε φουστανέλλα, ακόμη και όταν πέθανε στην Γερμανία. Μάλιστα πριν πεθάνει είχε δώσει εντολή να τον ενταφιάσουν με αυτή. Αργότερα το 1867, ο νέος Βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄ ίδρυσε τέσσερα Τάγματα Ευζώνων, με οργανική δύναμη τεσσάρων λόχων το καθένα και με αποστολή την φρούρηση της μεθορίου. Η σύνθεση των μονάδων αποτελούνταν από επίλεκτους εθελοντές στρατιώτες που η καταγωγή τους ήταν κυρίως από τις ορεινές περιοχές της Στερεάς Ελλάδας. Το 1912 δημιουργήθηκε το θρυλικό Σύνταγμα Ευζώνων 5/42, που αποτελείτο από 6 Τάγματα και είχε συνδέσει το όνομά του με στιγμές δόξας και ηρωισμού. Το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων είχε έδρα τη Λαμία και καλούνταν να υπηρετήσουν σ'αυτό οι στρατεύσιμοι από τα ορεινά χωριά της Φθιώτιδας, της Ευρυτανίας, και της Φωκίδας. Σε ανάμνηση της ένδοξης ιστορίας του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στήθηκε το 1962, στην Πλατεία Πάρκου της Λαμίας, ο ανδριάντας του Εύζωνα. Τα Τάγματα Ευζώνων έγιναν σύμβολο γενναιότητας και δόξας του Ελληνικού Στρατού. Η πολεμική τους δράση έμεινε θρυλική ιδιαίτερα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, το 1912–1913. Αλλά και στους δύο παγκόσμιους πολέμους είχαν ένδοξη δράση όπως το 1918-19, με διοικητή τον Νικόλαο Πλαστήρα, στο μέτωπο του Δνείπερου ποταμού στη Ρωσία και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου πέρα από την αποτελεσματικότητα του 5/42 κατά την διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων (γνωστό στους Τούρκους με το όνομα Σαϊτάν Ασκέρ = Ασκέρι του Διαβόλου), απέκτησε φήμη για τη δράση του και μετά την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου και την αποσύνθεση του Ελληνικού στρατού. Συγκεκριμένα κάτω από την καθοδήγηση του διοικητού του Ν. Πλαστήρα έφθασε απολύτως συντεταγμένο στον Τσεσμέ, απ' όπου και διαπεραιώθηκε στο νησί της Χίου. Επίσης  το 1940, η Σοφία Βέμπο είχε αφιερώσει πάρα πολλά από τα τραγούδια της στους Ευζώνους του 5/42, για τον ηρωισμό τους και την ορμητικότητα τους στα βουνά της Αλβανίας (Βλ. Φωτο:1, Φωτο:2). Σήμερα δεν υπάρχουν στον Ελληνικό Στρατό Τάγματα Ευζώνων και την παραδοσιακή Ελληνική ενδυμασία φέρει μόνο η Προεδρική Φρουρά, που έχει πρόσθετη τιμητική αποστολή τη Φρουρά του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη.  
Η λέξη Εύζωνας είναι Ομηρική λέξη και σημαίνει τον καλά «ζωσμένο» με όπλα: «...Αχιλλεύς αυτίκα Μυρμιδόνεσσι φιλοπτολέμοισι κέλευσε χαλκόν ζώννυσθαι …» (ο Αχιλλέας πρόσταξε τους φιλοπόλεμους Μυρμιδόνες να «ζωστούν» με τους χαλκοθώρακες και τα όπλα) Ιλιάδα Ψ. 128–130. Επίσης, σε άλλο στίχο της Ιλιάδας (Ψ. 256 – 261): «...Αχιλλεύς αυτού λαόν  έρυκε  και  ίζανεν  ευρύν  αγώνα […]  ε υ ζ ώ ν ο υ ς   πολιόν  τε  σίδηρον …» (Βλ. Συν. Φωτογραφία από το βιβλίο «Εμείς οι Έλληνες» του Δημήτρη Βαρδίκου).

[ Έγινε ιδιαίτερη αναφορά για τη Φουστανέλλα και τους Ευζώνους, διότι δυστυχώς στη σημερινή εποχή αμφισβητείται ακόμη και η Φουστανέλλα. Συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του 2010, η κρατική τηλεόραση Ε.Ρ.Τ, παρουσίασε ένα βιβλίο – λίβελο του Ηλία Πετρόπουλου με τον τίτλο «Η Φουστανέλλα». Ο συγγραφέας αφού ειρωνεύετο τους Ελληνες που καυχώνται για την Εθνική τους ενδυμασία, ισχυρίζετο ότι η Φουστανέλλα δεν είναι Ελληνική ενδυμασία αλλά Βαλκανική !!!. Επίσης το Φεβρουάριο του 2011, η τηλεόραση του ΣΚΑΪ παρουσίασε ντοκιμαντέρ με θέμα την Επανάσταση του 1821, με τον Πέτρο Τατσόπουλο και μερικούς άλλους ανθέλληνες, που ισχυρίζονταν ότι η φουστανέλλα είναι Αλβανική και ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν gay !!!. Ντροπή τους. Κάνουν τους ιστορικούς και δεν γνωρίζουν βασικά πράγματα της ιστορίας. Τους προκαλώ και τους ερωτώ να μας απαντήσουν από το ίδιο κανάλι. Μήπως γνωρίζουν που ήταν το Βασίλειο του Πύρρου; Ήταν Αλβανός ο Βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος; Δεν ήταν Έλληνας Ήπειρώτης Μολοσσός, απόγονος του γιου του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου; Ποία πολεμική στολή φορούσε ο ίδιος και οι στρατιώτες του; Μήπως ήταν ίδια με την πολεμική στολή του Αχιλλέα (Χαλκοθώρακα); Όλοι αυτοί οι ανθέλληνες εάν μελετήσουν καλύτερα τους αρχαίους ιστορικούς και παρατηρήσουν τις εικόνες από τους αρχαίους αμφορείς και τα αρχαία νομίσματα, όπου απεικονίζεται η πολεμική στολή των Ελλήνων στους ιστορικούς χρόνους, ο πολεμικός θώρακας (290 π.Χ μάχη Μαραθώνα, 280 π.Χ μάχη Θερμοπυλών, 356- 323 Μ. Αλέξανδρος, Μακεδονική φάλαγγα), θα διαπιστώσουν ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή όσοι κάτοικοι των σημερινών περιοχών της Αλβανίας (Βόρ. Ήπειρο, περιοχή του Αρβάνου κ.λ.π), επι τουρκοκρατίας φορούσαν φουστανέλλα, είναι Έλληνες που οι προγονοί τους στην αρχαιότητα ανήκαν στο Βασίλειο του Πύρρου (εκτεινόταν Νότια μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο και Βόρεια μέχρι το σημερινό Ελβασάν, κοντά στον ποταμό Σκούμπινι ή Γενούσιο)]. 
        

 Σύντομη ιστορική αναδρομή από το 323 π.Χ έως το 1821
 
[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (146 π.Χ - 395 μ.Χ) - Βυζαντινή Αυτοκρατορία (395-1204 μ.Χ) Φραγκοκρατία (1204 - 1261) - «Νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία» - Πτώση Κωνσταντινουπόλεως (1453) - Οθωμανική Κυριαρχία (Τουρκοκρατία 1453 - 1821) - Ελληνική Επανάσταση του 1821 - Συμμετοχή Αγωνιστών από Παλαιοχώρι και Πουγκάκια]. 

Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ) και τις διαμάχες των επιγόνων του για επικράτηση, σημειώθηκε μεγάλη αναταραχή τόσο στο εσωτερικό όσο και στις κτίσεις στη Μ.Ασία, διότι πολλές περιοχές ζητούσαν αυτονομία και απόσχιση από την Μακεδονική Κυριαρχία. Η πρώτη εσωτερική σύγκρουση έγινε κοντά στη Λαμία με την ονομασία Λαμιακός πόλεμος το 323 / 22 π.Χ, όταν οι Αιτωλοί, οι Αθηναίοι, οι Φωκείς και οι Λοκροί συγκρούσθηκαν με τους Μακεδόνες ζητώντας αυτονομία. Στον πόλεμο αυτό νικητές αναδείχθηκαν οι Μακεδόνες, αλλά το 200 π.Χ οι Αιτωλοί, οι Αθηναίοι η Ρόδος και η Πέργαμος, ζήτησαν την συνδρομή της Ρώμης για να αποσχισθούν από τους Μακεδόνες και να αυτοδιοικηθούν. 
Οι Ρωμαίοι δεν έχασαν την ευκαιρία και κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Φιλίππου του Ε΄. Με στρατηλάτη τον Τίτο Φλαμινίνο εισήλθαν σε Ελληνικό έδαφος, κοντά στον Αώο ποταμό στην Ήπειρο και το καλοκαίρι του 198 π.Χ, με την βοήθεια των Αιτωλών, έφθασαν μέσω της κοιλάδας του Σπερχειού μέχρι την Σκοτούσα (Κυνός Κεφαλαί). Εκεί έγινε η πρώτη ήττα των Μακεδόνων το 197 π.Χ, που τους ανάγκασε να περιορισθούν στα παλαιά τους σύνορα. Ακολούθως περί το 170 π.Χ, οι Μακεδόνες με νέο Βασιλιά τον Περσέα, προσπάθησαν να επανακτήσουν μερικές περιοχές και έφθασαν μέχρι την Θεσσαλία. Συγκρούσθηκαν πάλι με τους Ρωμαίους, που είχαν στρατηγό τους τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο και στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ στην «Πύδνα» της Μακεδονίας ηττήθηκαν. Ο Μακεδόνας Βασιλιάς Περσέας συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Σαμοθράκη, όλοι δε οι ανώτεροι αξιωματικοί και πολιτικοί Διοικητές μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στη Ρώμη. Στη συνέχεια με νέα επιδρομή των Ρωμαίων, που άρχισε την άνοιξη του 147 π.Χ με τον Λεύκιο Αυρήλιο Ορέστου και έληξε τον Οκτώβριο του 146 π.Χ με τον Ύπατο Μόμμιο, ολοκληρώθηκε η Ρωμαϊκή κυριαρχία. Ο Ύπατος Μόμμιος είχε λάβει εντολή να καταστρέψει την Κόρινθο και όπως αναφέρει ο Παυσανίας (Ξ 16): «...Η πόλις ελεηλατήθη και υπό του ήχου στρατιωτικής μουσικής παρεδόθη στις φλόγες...». 
Η κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα αυτή την περίοδο ήταν τραγική. Ο Ιωάννης. Γ. Βορτσέλας στο βιβλίο του"Φθιώτις 1907", επικαλούμενος αρχαίους συγγραφείς αναφέρει τα εξής: «...Τότε πολλαί Θεσσαλικαί πόλεις, αίτινες είχον κατασταθή ένοχοι απέναντι του νικητού, ελεηλατήθησαν υπό του Ρωμαϊκού στρατού, τα δε οχυρώματα της Δημητριάδος κατεδαφίσθησαν (Διόδ. ΛΑ , 8 , 3. Γεωγρ. Συγκλ. Σελ. 267 και έξ), ώσαύτως ελεηλατήθησαν 70 πόλεις της Ηπείρου, οι δε κάτοικοι 70.000 τον αριθμόν, επωλήθησαν δίκην ανδραπόδων...» (Πολύβ. Λ. 14 , 1 – 7 και έξ. Λιβ. XLV. 33, 34 Πλουτάρχος, Αιμίλ. 29, 20). 

Αυτό ήταν το τέλος του Ελληνισμού, διότι όλες οι πόλεις κηρύχθηκαν διαλελυμένες και όλοι οι Έλληνες «κατέστησαν φόρου υποτελείς στη Ρώμη». Κανένας Έλληνας πολίτης δεν είχε δικαίωμα να έχει ιδιοκτησία: «...Ούτω πάσαι αι κατά τόπους πολιτείαι εχωρίσθησαν νύν ολοτελώς απ’ αλλήλων, ουδείς δε τούτων πολίτης ηδύνατο πλέον να λαμβάνει ή να κατέχει έγγειον ιδιοκτησίαν εκτός ορίων του εαυτού Δήμου. Πάντες δε οι Έλληνες υπεχρεούντο από τούδε να τελώσιν εις Ρώμην ετήσιον φόρον…» (Παυσανίας Ξ. 16, 6). Αργότερα οι νέες Ρωμαϊκές επαρχίες ονομάζονταν «Θέματα». Το έκτο «Θέμα» περιελάμβανε την Πελοπόννησο και το έβδομο «Θέμα», με την ονομασία «Ελλάδα», περιελάμβανε την κοιλάδα του Σπερχειού, μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου Νότια και μέχρι τον Πηνειό ποταμό στη Θεσσαλία Βόρεια, έδρα του Στρατηγού ήταν η Θήβα. Η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία ήταν ενταγμένες στο «Ιλλυρικό Θέμα». Το 69 π.Χ, έγινε η καταστροφή της Κρήτης από τον Μέτελλο και η υποταγή της στους Ρωμαίους και το 58 π.Χ, έγινε και η υποταγή της Κύπρου στους Ρωμαίους. Το 37 μ.Χ ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καλλιγούλας αφαιρεί Ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς από την Ελλάδα και το 65- 68 μ.Χ ο Νέρων, ονομαστός για την αγάπη του στον Ελληνικό πολιτισμό, αρπάζει καλλιτεχνικά έργα από τους Δελφούς, την Ολυμπία και άλλους τόπους, προκειμένου να στολίσει κάθε σημείο της Ρώμης.  
[ Τα παραπάνω είναι μερικά από τα γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την περίοδο και τα αναφέρω ενδεικτικά ]. 
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής - Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Ελλάδα και οι Έλληνες δεν έχασαν μόνο τους αρχαιολογικούς τους θησαυρούς, αλλά έχασαν ακόμη και το όνομά τους. Η λέξη Έλληνας αντικαταστάθηκε από την λέξη «Ρωμιός» και η λέξη Ελληνισμός από την λέξη «Ρωμιοσύνη» !!!. Το θέμα αυτό απασχόλησε τους λόγιους μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και διερωτώνταν ποία θα ήταν η ορθότερη Εθνική ονομασία των Νεότερων Ελλήνων, «Γραικοί ή Ρωμιοί» ; Ορισμένοι υποστήριζαν ότι το όνομα «Ρωμιός» ήταν τιμημένο και άγιο, άλλοι όμως υποστήριζαν το αντίθετο. Ο Γεώργιος Σωτηριάδης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών το 1912, επέκρινε τη χρήση του ονόματος «Ρωμιός», διότι σημαίνει: «...άνθρωπον υποτελή, ευτελή και χυδαίον…». Ο Αδαμάντιος Κοραής εκφράζει την αποστροφή του προς το όνομα «Ρωμιός», διότι έλεγε ήταν κατάλοιπο της μισητής δουλείας και πρέπει να το αποτινάξουμε από πάνω μας. Ο Κοραής προτείνει και προτιμά το όνομα «Γραικός και Γραικία». Αλλά και ο Αθανάσιος Διάκος, δεν είναι τυχαίο ότι είπε στους Τούρκους: «...εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θέλ' να πεθάνω...» και δεν είπε εγώ Ρωμιός γεννήθηκα και Ρωμιός θέλω να πεθάνω. Διότι αναφερόμαστε σε μία εποχή (23 – 04 – 1821) που το φυσιολογικό θα ήταν να έλεγε «Ρωμιός» και όχι «Γραικός». Ο Αθανάσιος Διάκος γνώριζε ότι η περιοχή που γεννήθηκε και μεγάλωσε είχε μεγάλη Ιστορία. Γνώριζε ότι το όνομα των Ελλήνων ήταν το «Γραικός» και όχι το «Ρωμιός». Θεώρησε τιμή να ονομάσει τον εαυτό του «Γραικό» και όχι «Ρωμιό», διότι το όνομα «Ρωμιός» ήταν υποτελικό στη Ρώμη και αυτός εμάχετο για την ανεξαρτησία της πατρίδας του, που είχε χαθεί πολύ πριν την τουρκοκρατία και συγκεκριμένα από το 200 - 146 π.Χ, από τους Ρωμαίους.

Η Ρωμαϊκή κυριαρχία ήταν πολύ καταστρεπτική για την Ελλάδα, αφού κατάντησε από μία μεγάλη υπερδύναμη - ίσως η μεγαλύτερη - του τότε γνωστού κόσμου, να γίνει μία επαρχία του Ρωμαϊκού κράτους χωρίς δύναμη και φυλετική ιστορία. Όλα τα ονόματα των αρχαίων Ελληνικών φύλων (Αινιάνες, Περραιβοί, Αιτωλοί, Αχαιοί, Δόλοπες, Μαλιείς, Λοκροί, Φωκείς, Βοιωτοί, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, κ.λ.π), έπαψαν να υπάρχουν και όσοι κάτοικοι επιβίωσαν στην περιοχή τους και δεν σφαγιάσθηκαν ή δεν συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, για να καταλήξουν σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Ρώμης, κατέστησαν φόρου υποτελείς. 

Βέβαια οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι οι ανταγωνισμοί και οι εμφύλιοι πόλεμοι, μεταξύ των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου καθώς και η επιθυμία των Αιτωλών, των Αθηναίων και άλλων πόλεων να αποσχισθούν από την κυριαρχία των Μακεδόνων και να αυτονομηθούν, έφεραν τους Ρωμαίους στην Ελλάδα σαν Ελευθερωτές !!!. Όταν οι Αιτωλοί κατάλαβαν το λάθος τους αμέσως ηγήθηκαν αντιρωμαϊκής συμμαχίας για να εκδιώξουν τους Ρωμαίους από την Ελλάδα αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Μετά από ένα Ρωμαιο-Αιτωλικό πόλεμο, που άρχισε το 192 π.Χ και κράτησε μέχρι το 189 π.Χ οι Αιτωλοί ηττήθηκαν και περιορίστηκαν στα παλαιά τους σύνορα. Εν συνεχεία μετά την νίκη του Οκταβιανού επί του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας (31 π.Χ στο Άκτιο) και την ανακήρυξή του το 27 π.Χ σε «Αύγουστο», έπαψαν και οι Αιτωλοί να υπάρχουν ως ξεχωριστό Ελληνικό φύλο και ολόκληρη η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους. Οι ορεινές περιοχές ερημώθηκαν διότι οι κάτοικοι συνέχισαν την νομαδική ποιμενική ζωή των προγόνων τους και μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση κατάλληλων βοσκοτόπων, χωρίς μόνιμη διαμονή και έχοντας για κατοικία πρόχειρες καλύβες από κλαδιά και ξύλινους πασσάλους. Όσοι κάτοικοι έμειναν στους ορεινούς οικισμούς, εντάχθηκαν στις Ρωμαϊκές λεγεώνες, που είχαν εγκατασταθεί εκεί για την φύλαξη των διαβάσεων και ήταν από τους πρώτους Έλληνες που «εκλατινίσθηκαν». Οι «εκλατινισθένες» Έλληνες είναι οι σημερινοί «Βλάχοι Έλληνες». [Η λέξη «Βλάχος», σύμφωνα με τον Τίτο– Λίβιο, Σράβωνα, Κωνσταντίνο Κούμα, Δημήτριο Γεωργακά 1946, Εγκυκλοπαίδειεα Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, κ.ά, σημαίνει «εκλατινισμένος πολίτης», «λατινόφωνος», επειδή όμως συνέβαινε οι πολίτες αυτοί να είναι και ποιμένες - κτηνοτρόφοι, επεκράτησε η επαγγελματική και κοινωνική σημασία της λέξεως και όχι η γλωσσική. Με την έννοια του κτηνοτρόφου-ποιμένα χρησιμοποιείται από τον 11ον αιώνα (Άννα Κομνηνή, "Αλεξιάς", Βιβλ. 8. 3, 4, σελ. 130): "...και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο, Βλάχους τούτους η κοινή καλείν οίδε διάλεκτος..." Ερευνητικό έργο: "Δρόμοι της Πίστης - Ψηφιακή Πατρολογία", του Πανεπιστημίου Αιγαίου.  [Βλ. Ξεχωριστό κεφάλαιο - σελίδα: «Βλάχοι = εκλατινισμένοι - λατινόφωνοι»].

Με την πάροδο των ετών και την αλλαγή στο θρόνο των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, η κατάσταση στην Ελλάδα άρχισε να βελτιώνεται. Από τους χρόνους του Αδριανού (117 – 138 μ.Χ) το Ρωμαϊκό Κράτος άρχισε να «εξελληνίζεται» και συγχρόνως άρχισε μία νέα οργάνωση του Ρωμαϊκού Κράτους. Επίσης επί Αδριανού έγιναν πάρα πολλά σημαντικά έργα στην Ελλάδα. Με την νίκη του Μ. Κωνσταντίνου επί του Λικινίου και των άλλων πολιτικών του αντιπάλων, υπήρξε μία νέα εποχή για την Ελλάδα. Το 330 μ.Χ όταν έγινε ο διαχωρισμός του Ρωμαϊκού Κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η αρχαία Ελληνική πόλη «Βυζάντιο» έγινε Έδρα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, μετονομάσθηκε σε «Νέα Ρώμη» και το Νέο Κράτος ονομάσθηκε «Κράτος της Ρωμανίας». Αργότερα το «Βυζάντιο ή Νέα Ρώμη» ονομάσθηκε «Κωνσταντινούπολη», προς τιμήν του Μ. Κωνσταντίνου και ολόκληρη η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ονομάσθηκε «Βυζαντινή Αυτοκρατορία». 
[ Η Κωνσταντινούπολη επί 1123 έτη αποτέλεσε το πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του κόσμου. Έφερε νέα - Χριστιανικά - ήθη και δημιούργησε νέο πολιτισμό με βάση την αρχαία Ελληνική σκέψη. Η «πόλη των απίστων», όπως την χαρακτηρίζουν Τουρκικά κείμενα του 17ου αιώνα, έγινε με το Πατριαρχείο, με την Αγία Σοφία και πάνω από 450 ορθοδόξους Ελληνικούς ναούς, με τους Φαναριώτες αξιωματούχους, με τους πλούσιους εμπόρους, τα σχολεία κ.λ.π, το πιο αξιόλογο Ελληνικό κέντρο, πρωτεύουσα οικονομική και πνευματική του υπόδουλου Ελληνισμού. Η πνευματική πορεία του υπόδουλου Ελληνισμού, θα ήταν διαφορετική αν δεν υπήρχε η Πατριαρχική Ακαδημία (Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπως ονομάσθηκε αργότερα), στην οποία φοίτησαν νέοι που διακρίθηκαν ως κληρικοί, ως διδάσκαλοι, ως λόγιοι κ.λ.π. Στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε και το πρώτο Ελληνικό τυπογραφείο, κατά την πατριαρχία του Κυρίλλου Λουκάρεως (1627), όπου κυοφορήθηκε ο Ελληνικός Εθνικισμός στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στις 29 Μαϊου του 1453 και παραδόθηκε ανυπεράσπιστη στη βαρβαρότητα και τη ληστρική μανία των κατακτητών. Η παντοδύναμη και «πάμπλουτη Πόλη», η «Βασιλεύουσα Πόλη», η «Πόλη του Χριστιανικού κόσμου», παρέμεινε μόνο στις παραδόσεις και στους Θρύλους του Γένους, διατήρησε όμως την Οικουμενική ακτινοβολία της χάρη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επίσης, οι κληρικοί και οι λαϊκοί Φαναριώτες της Κωνσταντινούπολης συντήρησαν την Ελληνική παράδοση και βοήθησαν στην επιβίωση του Ελληνισμού, με την δυνατότητά τους να παρεμβαίνουν συχνά στη Διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποτελούν μια ηγετική ομάδα των Ελλήνων]. 

Η αχανής έκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχε αδυναμία στα μέτρα προστασίας των επαρχιών με αποτέλεσμα να εισβάλουν από καιρού εις καιρόν στίφη γειτονικών λαών και να λεηλατούν της απομακρυσμένες επαρχίες. Στην περιοχή της Φθιώτιδος υπήρξαν πάρα πολλές επιδρομές βαρβάρων με καταστροφές και λεηλασίες της υπαίθρου. Θα αναφέρω επιγραμματικά μερικές από αυτές: Το 251 μ.Χ, το 263 μ.Χ, το 287 μ.Χ οι Γότθοι επέδραμαν σε Ελληνικές περιοχές καίοντες και λεηλατούντες αλλά μετά από αλλεπάλληλες ήττες αποχωρούσαν. Επανήλθαν όμως οι Γότθοι [και μετά την οριστική διαίρεση του Ρωμαϊκού Κράτους το 395 μ.Χ σε Ανατολικό με έδρα το «Βυζάντιο» (Κωνσταντινούπολη) και Δυτικό με έδρα την Ρώμη], το 396-398, με αρχηγό τον Αλάριχο, έφθασαν μέχρι την Πελοπόννησο λεηλατώντας και καταστρέφοντας όλα τα έργα τέχνης που δεν ήταν εύκολο να τα μεταφέρουν. Αργότερα επί «Βυζαντινής αυτοκρατορίας» υπήρχε μεγάλο πρόβλημα με τους Βουλγάρους και τους Σλάβους, οι οποίοι επιχειρούσαν συχνές επιδρομές και λεηλατούσαν όχι μόνο τις απομακρυσμένες επαρχίες αλλά έφθαναν και μέχρι την Πελοπόννησο. Οι κυριότερες επιδρομές των Βουλγάρων και Σλάβων είναι οι εξής: Το 517 μ.Χ, το 539 μ.Χ, το 559 μ.Χ, το 578 μ.Χ 100.000 περίπου Σλάβοι κατέκλυσαν τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο (τους Σλάβους αυτούς οι Βυζαντινοί τους ονόμασαν Σλαβήνους). Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες αναγκάσθηκαν να λάβουν μέτρα και κατόρθωσαν να περιορίσουν τους Σλάβους στα Βόρεια σύνορά τους. Αργότερα, το 980 – 983 μ.Χ, ο Τσάρος Σαμουήλ της Βουλγαρίας κυρίεψε ένα μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας και εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Το 996 μ.Χ ο Τσάρος Σαμουήλ πέρασε εκ νέου τα Θεσσαλικά Τέμπη και χωρίς αντίσταση έφθασε μέχρι την Πελοπόννησο. Τότε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ (Βουλγαροκτόνος) έστειλε εσπευμένως έναν ικανότατο στρατηγό, τον Νικηφόρο Ουρανό, να τους αντιμετωπίσει. Ο Νικηφόρος έφθασε αμέσως στο Σπερχειό ποταμό και βρήκε τους Βουλγάρους στρατοπεδευμένους να κοιμούνται ήσυχοι στη νότια όχθη του Σπερχειού ποταμού (από την πλευρά της Υπάτης), διότι πίστευαν ότι ο ποταμός ήταν αδιάβατος επειδή ήταν πλημμυρισμένος. Ο Νικηφόρος περίμενε την νύκτα και από ένα πέρασμα του ποταμού βρέθηκε στο στρατόπεδο των Βουλγάρων και επιτέθηκε στα στρατεύματά τους τα οποία και συνέτριψε. Η περιφανής αυτή νίκη του Νικηφόρου Ουρανού απέτρεψε οριστικώς τον Βουλγαρικό κίνδυνο. 

Όμως η Ανατολική Ρωμαϊκή - «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία, που μεταβάλλονταν σιγά - σιγά σε «Κράτος Ελληνικόν», είχε να αντιμετωπίσει εκτός από τους εξωτερικούς εχθρούς από Βορρά και έναν νέο εχθρό από την Ανατολή τους Τούρκους, που με διάφορες επιδρομές λεηλατούσαν και έκαναν μεγάλες καταστροφές στους Αγίους Τόπους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να οργανωθούν εκστρατείες των Καθολικών Χριστιανών της Δύσης με υποκίνηση των Παπών της Ρώμης, για την απελευθέρωση δήθεν των Αγίων Τόπων. Στην πραγματικότητα όμως ήταν η βίαιη υποταγή της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην Δυτική Καθολική Εκκλησία στη Ρώμη. Ο Πρώτος Πάπας που συνέλαβε την ιδέα αυτή, ήταν ο Γρηγόριος ο Ζ΄ (1073 – 1085) και ονόμασε την εκστρατείες «Σταυροφορίες». Με επιστολές που απέστειλε σε όλες τις χώρες, εξήγειρε τους Καθολικούς της Δύσης και οργάνωσε την πρώτη Σταυροφορία το 1096 – 1099. Η Σταυροφορία έληξε με την άλωση των Ιεροσολύμων και με μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες που υπέστη το Βυζάντιο. Η Δεύτερη Σταυροφορία έγινε το 1147 – 1149 και δεν είχε αποτέλεσμα. Η Τρίτη Σταυροφορία έγινε τα 1188 -1192 και αυτή δεν πέτυχε του σκοπού της, δηλαδή της καταλύσεως του Βυζαντινού Κράτους, αλλά επισώρευσε πολλά δεινά με αποτέλεσμα το Βυζαντινό Κράτος να περιέλθει σε γενική παραλυσία. Το γεγονός αυτό εκμεταλεύτηκε ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, εισηγήθηκε και επέβαλε την Τέταρτη Σταυροφορία το 1202 – 1204 και την 13η – 4 – 1204 οι Δυτικοί (Φράγκοι) κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Επί τέσσερες (4) ημέρες εξακολουθούσαν να διαπράττουν ανήκουστες βιαιοπραγίες (λεηλασίες, κλοπές και καταστροφές έργων τέχνης, ατιμώσεις γυναικών κ.λ.π).

Με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως, οι Σταυροφόροι συνέστησαν δικό τους Κράτος αντί του Βυζαντινού και επέβαλαν ως Βασιλιά στη θέση του αυτοκράτορα, τον Κόμη της Φλάνδρας Βαλδουίνο, ο οποίος εκτός από αρχηγός του Κράτους, πήρε στη δικαιοδοσία του το 1/4 αυτού και τα λοιπά 3/4 διανεμήθηκαν μεταξύ των Ενετών και του μαρκησίου Βονιφατίου του Μομφερατικού, που ανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Επίσης κατέλαβαν το Ναό του Θεού της Σοφίας και αντικατέστησαν τον Έλληνα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και στη θέση του τοποθέτησαν τον Ενετό Θωμά Μοροζίνη. Αντικαταστάσεις κληρικών έγιναν σε όλους τους βαθμούς και σε ολόκληρη την Επικράτεια. Τους Σταυροφόρους αποτελούσαν Ενετοί, Γάλλοι, Νορμανδοί, Γερμανοί, Ισπανοί, Καταλανοί κ.ά.
Την 25η Ιουνίου 1261, μετά από 57 έτη Φραγκοκρατίας, η Κωνσταντινούπολη περιήλθε στην εξουσία του αυτοκράτορα Νικαίας Μιχαήλ Παλαιολόγου και ο Λατίνος Βασιλιάς (Κόμης της Φλάνδρας) Βαλδουίνος τράπηκε σε φυγή. Όμως τίποτα δεν ήταν όπως πρώτα, η «Νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία» ήταν μία παρένθεση μεταξύ Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας. 

Οι διενέξεις μεταξύ του αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως και των κατά τόπους Βυζαντινών ηγεμόνων, όπως ο Σεβαστοκράτορας (Δεσποτάτο Νέων Πατρών), έλαβαν τραγελαφικές διαστάσεις. Ο αυτοκράτορας με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Βέκκου αποδέχθηκαν υποταγή στη Δυτική Ρωμαϊκή Εκκλησία και το 1278 υπέβαλαν σε εκκλησιαστικό ανάθεμα τον ηγεμόνα των Νέων Πατρών Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Άγγελο και τον αδελφό του Νικηφόρο. Ο Σεβαστοκράτορας σε σύνοδο οκτώ Επισκόπων και μερικών ηγουμένων Μονών της περιοχής, αποκήρυξε την Ρωμαϊκή Εκκλησία σαν αιρετική και απάγγειλε ανάθεμα και αφορισμό του Πάπα, του αυτοκράτορα, του Πατριάρχη και των ομοφρόνων τους. Ο Μητροπολίτης Νέων Πατρών (Υπάτης) αρνήθηκε να μετάσχει σε αυτή την διαδικασία και εκδιώχθηκε από τον Μητροπολιτικό θρόνο !!! Παρόμοια γεγονότα υπήρξαν πάρα πολλά τα οποία εξασθένησαν την «Νέα Βυζαντινή αυτοκρατορία»

Το 1319 μ.Χ, οι Κατελάνοι κατέλαβαν την Νέα Πάτρα (Υπάτη) και άλλες πόλεις Λαμία, Δομοκό, Φάρσαλα κ.λ.π, τις συνένωσαν με το «Δουκάτον Αθηνών» και τους έδωσαν την προσωνυμία «Δουκάτον Νέων Πατρών», υπό την επικυριαρχία του στέμματος της Σικελίας και του Βασιλιά Φρειδερίκου του Β΄. Οι Κατελάνοι καταπίεζαν τους κατοίκους και τους συμπεριφέροντο όπως και οι Φράγκοι σαν να ήταν κατώτερη φυλή. Τους απέκλειαν από όλα τα αστικά δικαιώματα και δεν τους επέτρεπαν να διαχειρίζονται τις περιουσίες τους. Κάθε πόλη είχε το Διοικητή της (Καπετάνο) ο οποίος ασκούσε τη στρατιωτική διοίκηση της πόλης και εκδίκαζε τις ποινικές υποθέσεις. Η ορθόδοξη Εκκλησία ήταν σε κατώτερη θέση και κυριαρχούσε η Κατελανική Επισκοπή και η γλώσσα των Κατελάνων έγινε η επίσημη γλώσσα της κατεχόμενης περιοχής. Και ενώ υπήρχε αυτή η πολυδιάσπαση του «Νέου Βυζαντινού Κράτους», ο Βασιλιάς των Σέρβων Στέφανος Ουρέστης Δ΄Δουσάν (1331-1355) κατέλαβε την Μακεδονία, την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Φθιώτιδα και ανακηρύχθηκε το 1345 «Τσάρος Σερβίας και Ρωμανίας». Μετά τον θάνατο του Δουσάν το 1355, οι Τούρκοι έφθασαν μέχρι τον Σπερχειό, μετά από πρόσκληση του κόμητα των Αθηνών προκειμένου να τον βοηθήσουν να κατακτήσει το Δεσποτάτο του Μυστρά. Το μίσος μεταξύ των Ορθοδόξων και των Καθολικών είχε ξεπεράσει κάθε όριο και το 1393 ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Α΄ κατέλαβε για πρώτη φορά την περιοχή της Φθιώτιδος, έπειτα από πρόσκληση του Επισκόπου Ζητουνίου (Λαμίας) Σάββα από μίσος προς τους Λατίνους. Με τέτοιες πράξεις, όπως του Επισκόπου Ζητουνίου Σάββα, που δυστυχώς υπήρξαν πολλές, ήταν επόμενο η "Νέα Βυζαντινή αυτοκρατορία" να μην έχει πλέον καμία τύχη. Καταλυτικό ρόλο στη διάλυση της "Νέας Βυζαντινής αυτοκρατορίας" διαδραμάτισε η Δύση, η οποία θέλησε βιαίως να ενώσει τις δύο Εκκλησίες και δημιούργησε τις Σταυροφορίες, ιδιαίτερα την 3η και την 4η, με επακόλουθο την κατάτμηση του Βυζαντινού Κράτους και την εύκολη λεία των εχθρών από Βορρά και Ανατολή. 
Οι Σταυροφορίες εκτράπησαν του σκοπού της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων και προσέλαβαν ληστρική μορφή σε βάρος των αδελφών Χριστιανών και προετοίμασαν την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της Ανατολικής Ρωμαϊκής - Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από τη συρρίκνωση του κράτους σε τέτοιο βαθμό, ώστε το μόνο ελεγχόμενο απόλυτα έδαφος να είναι εκείνο της πρωτεύουσας της Κωνσταντινούπολης (Πόλης). Το 1452 ο Μωάμεθ Β΄ο πορθητής, χτίζει στην Ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου το κάστρο «Μπογάζ – Κεσσέντ» για να έχει εύκολο πέρασμα από την Μικρά Ασία προς την Ευρώπη, αλλά και για να ελέγχει τις συγκοινωνίες των Βυζαντινών. Στις διαμαρτυρίες του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου ΙΑ΄ (Παλαιολόγου), ο Μωάμεθ Β΄ο πορθητής του απάντησε πως όλα τα εδάφη της παλαιάς Ανατολικής Ρωμαϊκής - Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν δικά του, εκτός από εκείνα που βρίσκονταν μέσα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αμέσως κηρύχθηκε ο πόλεμος και άρχισε ο αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης. Η «καθαυτή» όμως πολιορκία της Πόλης, άρχισε στις 5 Απριλίου του 1453 και κράτησε 53 ημέρες έως την τελική άλωση (29 Μαϊου 1453, αποφράδα ημέρα Τρίτη). Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, τελειώνει και ο βίος της Ανατολικής Ρωμαϊκής - Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που διήρκεσε συνολικά 1.123 έτη (330 μ.Χ – 1453 μ.Χ). 

 ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 

«Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γή, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι’ Αγιά Σοφιά το μέγα Μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξηνταδυό καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Ψάλει ζερβά ο Βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης, κι’ απ’ την πολύ την ψαλμουδιά εσειόνταν οι κολόνες. Να μπούνε στο χειρουβικό και νάβγει ο Βασιλέας. Φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού κι’ απ’ αρχαγγέλου στόμα: «Πάψετε το χειρουβικό κι’ ας χαμηλώσουν τ’ άγια. Παπάδες, πάρτε τα ιερά, κι’ εσείς κεριά σβηστήτε, γιατί είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψη» […] Η Δέσποινα ταράχθηκε κι’ εδάκρυσαν οι εικόνες. «Σώπασε, κυρά - Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θά’ναι...». 

Οθωμανική Κυριαρχία (Τουρκοκρατία 1453 - 1821) - Ελληνική Επανάσταση του 1821

Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η οποία πραγματικά είχε εξελιχθεί σε μία Ελληνική πόλη και είχε συνενώσει την αρχαία Ελληνική παιδεία με τον Χριστιανισμό, άρχιζε μία νέα μαύρη περίοδος της Ελληνικής Ιστορίας. Η Οθωμανική κυριαρχία που ακολούθησε ήταν ο πιο βαρύς ζυγός από όσους γνώρισαν οι Έλληνες κατά την μακραίωνα Ιστορία τους. Πολλά τα δεινά που υπέφεραν οι Έλληνες από τους Τούρκους. Τους επέβαλλαν βαρύτατους φόρους, από τους οποίους ο τρομερότερος ήταν ο κεφαλικός φόρος, που ήταν υποχρεωμένος κάθε Έλληνας να πληρώνει κάθε χρόνο, για να διατηρεί το κεφάλι του στους ώμους του. Ήταν υποχρεωμένοι να φορούν πάντοτε: «...πενιχρά ενδύματα και να έχουν για υποζύγια μόνο όνους και ημιόνους». Όταν στο δρόμο συναντούσαν Τούρκο, έπρεπε να κατέβουν από το υποζύγιό τους να προσκυνήσουν και να ευχηθούν: «Πολλά τα έτη σου, αφέντη μου». Στα δικαστήρια δεν εύρισκαν ποτέ δίκαιο, υβρίζοντο και εδέροντο και από τον τελευταίο Τούρκο. Ούτε ζωή, ούτε περιουσία, ούτε ασφάλεια υπήρχε για τους «Ραγιάδες», όπως ονόμαζαν περιφρονητικά τους Έλληνες. Αλλά εκτός από τους εξευτελισμούς και τον κεφαλικό φόρο, υπήρχε και το «παιδομάζωμα» που ήταν ο φοβερότερος φόρος, ήταν ο φόρος του αίματος. Οι Τούρκοι άρπαζαν από τους Έλληνες τα μικρότερα παιδιά ακόμη και νεογέννητα τα ανέτρεφαν αυτοί, τα δίδασκαν την θρησκεία του Μωάμεθ και τα κατέτασσαν στα τρομερά τάγματα των «Γενιτσάρων». Αυτή την θλιβερή και απελπιστική εικόνα παρουσίαζε η Ελλάδα κατά τους πρώτους χρόνους της τουρκοκρατίας. Πολλοί Έλληνες που είχαν την δυνατότητα διέφευγαν στο εξωτερικό (την Βενετία, την Βιέννη, την Τεργέστη, το Βουκουρέστι, την Οδυσσό κ.ά) και οι οποίοι διακρίθηκαν στα γράμματα, στις τέχνες και το εμπόριο.

Οι Τούρκοι έκαναν συχνά επιδρομές στα χωριά, για να εισπράξουν φόρους, αλλά και για να αρπάξουν, να λεηλατήσουν, να βιάσουν, να στρατολογήσουν μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια και να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους. Η αντίδραση από τους υπερήφανους Έλληνες, όταν αδικούνταν, ήταν η αυτοδικία. Σκότωναν οι ίδιοι τους άρπαγες, ληστές και βιαστές Τούρκους και κήρυτταν πόλεμο εναντίον τους. Ανέβαιναν στα άγρια βουνά, στις απάτητες και δυσπρόσιτες βουνοκορφές, ανυπότακτοι, αλύγιστοι, αδούλωτοι, ελεύθεροι.

Στους ορεινούς όγκους της Ελλάδος αναπτύχθηκαν τα πρώτα σώματα αντίστασης εναντίον της Οθωμανικής εξουσίας, καθώς η Τουρκική κατάκτηση ανάγκασε τους κατοίκους πολλών πεδινών περιοχών να τραπούν προς απομακρυσμένους και δυσπρόσιτους τόπους για να αποφύγουν την ταπείνωση και την καταπίεση. Από τους ορεινούς οικισμούς των περιοχών των Βαρδουσίων, του Τυμφρηστού, των Αγράφων και όλης της οροσειράς της Πίνδου (Τζουμέρκα, Σούλι, κ.λ.π), προήλθαν σε μεγάλο ποσοστό τα πρώτα Σώματα Αντίστασης, τους οποίους οι Οθωμανοί αποκαλούσαν «Κλέφτες». Αργότερα αυτοί οι «Κλέφτες», με την ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου που αρνείται να συμβιβασθεί με την εξουσία, θα γίνουν οι «Πυρήνες» των Στρατιωτικών Σωμάτων Αντίστασης εναντίον της Τουρκικής εξουσίας. Η σημερινή σημασία της λέξεως «Κλέφτης» είναι ατιμωτική, αλλά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ή λέξη αυτή ήταν ταυτόσημη με την παλικαριά και το αδούλωτο πνεύμα, την περηφάνια και την ελπίδα των σκλαβωμένων Ελλήνων. Οι «Κλέφτες» ζούσαν στα δύσβατα και δυσπρόσιτα λημέρια τους («ολη-μέρια = λημέρια»), έτοιμοι να τα εγκαταλείψουν και να τα αλλάξουν όταν απειλούνταν από τους Τούρκους. Η παλικαριά τους ήταν θρυλική, ο θάνατος ήταν καθημερινός και κάθε «Κλέφτης» ήταν πάντα ψυχολογικά προετοιμασμένος να τον υποδεχθεί. Συνήθως η ζωή τους τελείωνε βίαια και ο θάνατος τους έβρισκε στο πεδίο της μάχης. Ήταν ο θάνατος που κάθε «Κλέφτης» ευχόταν να τον βρεί, παρά να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Γιά τον θεσμό των «Κλεφτών», των ανδρών που αποτέλεσαν τη «μαγιά της λευτεριάς», κατά τον Μακρυγιάννη, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα ούτε για την πολεμική τακτική τους ούτε για τον οπλισμό τους. Η μοναδική μας πηγή πληροφοριών είναι τα απομνημονεύματα των Αγωνιστών και τα δημοτικά μας τραγούδια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, κάθε ομάδα «Κλεφτών» αριθμούσε 50 έως 60 άτομα περίπου και ο αρχηγός τους («Καπετάνιος»), αποφάσιζε για ότι αφορούσε την ομάδα και τα παλικάρια του (Το αξιώμά του ο «Καπετάνιος» το χρωστούσε αποκλειστικά στις ικανότητές του, γεγονός που τον ανέβαζε στη συνείδηση των Κλεφτών). Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, η πολεμική τακτική που χρησιμοποιούσαν οι «κλέφτες», ήταν η τακτική της ενέδρας και του αιφνιδιασμού. Ήταν η μόνη τακτική που γνώριζαν πολύ καλά και υπήρξε αποτελεσματική σε όλες τις συγκρούσεις τους με τους Τούρκους. Στα «λημέρια» των κλεφτών η καθημερινή άσκηση ήταν η σκοποβολή, η λιθοβολία, το τρέξιμο, σε συνδυασμό με τις κακουχίες και τις στερήσεις, προετοίμασαν τους ορεσίβιους αγωνιστές για ευρύτερες πολεμικές επιχειρήσεις, που εντυπωσίασαν ακόμη και τους ξένους περιηγητές. Έτσι ο Σουαζέλ–Γκουφιέ, στις εντυπώσεις του από την Ελλάδα, που δημοσιεύθηκαν στα περιηγητικά κείμενα το 1782, αναφέρει: «...Όχι στην πρωτεύουσα, αλλά στις επαρχίες πρέπει να ιδεί κανείς τους Έλληνες, η φλόγα της Ελευθερίας ποτέ δεν έσβησε από τις καρδιές τους. Σε αυτούς τους ορεσίβιους «κλέφτες», διατηρείται το πνεύμα της Ελευθερίας που ζωογόνησε τους αρχαίους Έλληνες...».
 Δημοτικό τραγούδι για τους «Κλέφτες»
«...Μάννα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω. Δεν ημπορώ δεν δύναμαι εμάλλισ’ η καρδιά μου. Θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γένω «Κλέφτης». Να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες. Ν’άχω τους λόγγους συντροφιά με τα θεριά κουβέντα. Ν’άχω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι. Θα φύγω μάννα και μην κλαίς μόν δό μου την ευχή σου. Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι. Και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο. Κι’ όσο ανθίζουν μάννα μου και βγάνουνε λουλούδια ο γιο σου δεν απέθανε και πολεμάει τους Τούρκους. Και αν έλθει μέρα θλιβερή μέρα φαρμακωμένη. Και αν μαραθούν τα δυο μαζί και πέσουν τα λουλούδια, τότε και εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις …».

Η μαύρη περίοδος της Ελληνικής Ιστορίας είχε διάρκεια τριακόσια εξήντα οκτώ χρόνια (1453-1821= 368), και σε ορισμένες περιοχές περισσότερα και από τετρακόσια χρόνια (Φθιώτιδα 1393-1402, 1416-1423 & 1446 - 1821). Παρ’ όλα αυτά ο Ελληνισμός στις τουρκοκρατούμενες περιοχές δεν έσβησε και αυτό οφείλεται κυρίως στην Ορθόδοξη Εκκλησία και σε ορισμένους ταπεινούς καλόγερους που δίδασκαν παράνομα στα κρυφά σχολεία που συντηρούσαν στα μοναστήρια «κολλυβογράμματα» στα παιδιά του λαού και προσπαθούσαν με υπονοούμενα και συμβολικές φράσεις να εμπνεύσουν στις ψυχές τους τον πόθο της παλιγγενεσίας και να συντηρήσουν την ελπίδα για την έλευση του ποθούμενου: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θ’άναι...».

Από τις πρώτες ημέρες της Τουρκικής κατοχής, υπήρξαν σε ολόκληρη την Ελλάδα επαναστατικά κινήματα τα οποία δυστυχώς δεν είχαν ευτυχή κατάληξη. Όμως το έτος 1669 υπήρξε ορόσημο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια για τις τύχες του Ελληνισμού. Το έτος αυτό οι Τούρκοι μετά από πολιορκία 22 ετών περίπου, κατέλαβαν τον Χάνδακα (Ηράκλειο Κρήτης) και το Οθωμανικό κράτος έφθανε πλέον από την Αίγυπτο έως τις παρυφές της Βιέννης και από τον Περσικό κόλπο έως το Ιόνιο πέλαγος. Αυτό ενόχλησε την Χριστιανική Δύση και μετά την αποτυχημένη απόπειρα των Τούρκων να εκπορθήσουν τη Βιέννη το 1684, δημιουργήθηκε μία νέα Χριστιανική συμμαχία (Ιερός Συνασπισμός), με συμμετοχή των Αψβούργων της Αυστρίας, των Γερμανών, των Πολωνών της Βενετίας και αργότερα της Ρωσίας και ξεκίνησε ένας κύκλος συγκρούσεων με επίκεντρο τον Ελλαδικό χώρο (Βενετοτουρκικές συγκρούσεις). Έτσι τον 18ον αιώνα η Τουρκία ήταν οριστικά ηττημένη στην προσπάθειά της να επεκταθεί προς την κεντρική Ευρώπη και τη Δύση καθώς απώλεσε τα κατακτημένα εδάφη της Ουγγαρίας, της Τρανσυλβανίας και της Δαλματίας, ενώ αναγκάσθηκε να παραχωρήσει στη Βενετία πόλεις στις ακτές της Ηπείρου και Ακαρνανίας (Πρέβεζα, Βόνιτσα, Πάργα, κ.α) και έχανε τα ερείσματά της στην Πελοπόννησο.  

Επίσης σοβαρή αναταραχή προκάλεσαν στον Ελλαδικό χώρο, ένα χρόνο μετά (1770) τα λεγόμενα «Ορλοφικά», που ήταν ένα επεισόδιο του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768–1774). Η Ρωσία υποκίνησε εξέγερση των Ελλήνων, αρχικά στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στη Μάνη, η οποία αργότερα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα. Η εξέγερση τερματίστηκε μέσα σε λουτρό αίματος στην Πελοπόννησο, αλλά η συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) που ακολούθησε, έβαλε τους Χριστιανούς υπηκόους της Τουρκίας υπό την προστασία της Ρωσίας. Η συνθήκη όχι μόνο δεν είχε ικανοποιήσει, αλλά αντίθετα είχε εξάψει περισσότερο τις φιλοδοξίες και τα επεκτατικά σχέδια της Αικατερίνης Β΄ της Ρωσίας, η οποία ήθελε «...την ανίδρυση της Γραικικής Αυτοκρατορίας εν Κωσταντινουπόλει…», όπως έγραφε σε επιστολή της το 1782 στον αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β΄. Μάλιστα προόριζε για αυτοκράτορα τον δευτερότοκο εγγονό της, τον οποίο ονόμασε Κωνσταντίνο, τον είχε σπουδάσει με την Ελληνική παιδεία και του φορούσε πάντα την Ελληνική φουστανέλλα. Ακόμα και ο Ρώσος Ίλαρχος Κοκοβτσώφ, που είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία των Ρώσων στην Πελοπόννησο έγραφε στο ημερολόγιο του το 1786: «...Κωνσταντίνος ίδρυσε την πρωτεύουσαν αυτήν εν Κωνσταντινουπόλει και εφώτισε την ανατολικήν αυτοκρατορίαν, Κωνσταντίνος απώλεσεν αυτήν και την επ’ αυτής κυριαρχίαν, Κωνσταντίνος θ’ανακτήση αυτήν κατά τας προρρήσεις...». 

Τα κυριότερα επαναστατικά κινήματα που έγιναν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (29 Μαϊου 1453), μέχρι την έναρξη της μεγάλης Επανάστασης του 1821, ήταν τα εξής:
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1462. Επαναστατεί η Λέσβος η οποία απελευθερώνεται, αλλά το επόμενο έτος 1463 η Τουρκία αποβιβάζει 10.000 στρατιώτες που ανακατέλαβαν την Λέσβο μετά από άγριες σφαγές. 

1481. Υποκινείται επαναστατικό κίνημα στην Ήπειρο, στο οποίο πρωταγωνιστούν ο Θεόδωρος Μπούας και ο Θεόδωρος Κλαδάς. Επαναστατούν 50 κωμοπόλεις και χωριά της Ηπείρου, αλλά λόγω έλλειψης βοήθειας και αυτή η επαναστατική κίνηση δεν είχε θετικό αποτέλεσμα.

1571. Με αφορμή την μεγάλη ήττα του Τουρκικού στόλου στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (με πρωταγωνιστή τον Αυστριακό Δον Ζουάν), ξεσηκώνονται η Στερεά Ελλάδα και η Ήπειρος.

1585. Επαναστατεί η Ακαρνανία, ο Βάλτος, και τα Άγραφα, υπό τον αρματολό Θεόδωρο Γρίβα. Την ίδια περίοδο επαναστατούν οι αρματολοί της Ηπείρου Μάρκος Πούλιος και Μαλάμης, απελευθερώνεται η Άρτα και οι επαναστάτες βαδίζουν για τα Ιωάννινα, αποτυγχάνουν όμως να τα καταλάβουν με αποτέλεσμα και αυτή η επαναστατική προσπάθεια να μην έχει συνέχεια.

1600. Ο Μητροπολίτης Τρίκκης και Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος (κατά τους αντιπάλους του Σκυλόσοφος), έρχεται σε επαφή με Κλεφταρματολούς των Αγράφων και πραγματοποίησαν επαναστατικό κίνημα το οποίο απέτυχε. Ο Διονύσιος κατέφυγε στην Ιταλία και ακολούθησε η καθαίρεσή του από το Οικουμ. Πατριαρχείο (15/5/1601). Επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα το 1609.   

1604. Γίνεται επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα (απόβαση στα παράλια της Ηπείρου), στο οποίο συμμετείχαν και οι Ιππότες της Μελίτης. Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή αποκαλύφθηκε και κατέληξε άδοξα. Οι Τούρκοι, όσους επαναστάτες συνέλαβαν, τους έγδαραν και τους αποκεφάλισαν.     

1611. Ξέσπασε στην Ήπειρο (περιοχή της Παραμυθιάς), κίνημα το οποίο είχε ως αποκορύφωμα την είσοδο των εξεγερμένων στην πόλη των Ιωαννίνων. Αρχηγός του κινήματος ήταν πάλι ο πρώην Μητροπολίτης Τρίκκης και Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος (κατά τους εχθρούς του Σκυλόσοφος), με ηγετικά στελέχη τον Ζώτο Τσίριπο και τον Γεώργιο Ντελή. Το κίνημα απέτυχε και ο πρώην Μητροπολίτης Διονύσιος συνελήφθη και γδάρθηκε ζωντανός από τους Τούρκους. Το δέρμα του αφού το γέμισαν με άχυρα το περιέφεραν από πόλη σε πόλη μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μετά το αποτυχημένο κίνημα του πρώην Μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου, οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής, για να αποφύγουν τις άγριες διώξεις των Τούρκων και τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό, εγκατέλειψαν τις Παρα-θυάμηδες περιοχές της Θεσπρωτίας και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Στερεά Ελλάδα, την ορεινή Θεσσαλία, την Πελοπόννησο, αλλά και άλλες περιοχές της Ελλάδος.      
   
1617. Ο Γάλλος Δούκας Νεβέρ (ήταν απόγονος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄Παλαιολόγου και διεκδικούσε τον Βυζαντινό θρόνο), εξέφρασε την πρόθεσή του να ηγηθεί επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα, για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Οι Έλληνες αποδέχονται την πρόσκληση και επαναστατούν. Η επιχείρηση αποτυγχάνει και η επαναστατική κίνηση καταρρέει. 

1645. Ξεσπά επαναστατικό κίνημα στα Χανιά από Έλληνες και Ενετούς. Η επανάσταση αυτή στέφεται με μεγάλη επιτυχία και τα Χανιά της Κρήτης μένουν ελεύθερα για 15 συνεχή χρόνια.

1680. Επαναστατεί η Πελοπόννησος σε συνεργασία με τους Ενετούς και μέχρι το 1687 (7 έτη), εκδιώκει τους Τούρκους και ολόκληρη η Πελοπόννησος περιέρχεται υπό την κυριαρχία των Ενετών.

1687. Επαναστατική κίνηση από την Στερεά Ελλάδα βαδίζει προς την Αθήνα. Οι Τούρκοι αμυνόμενοι κλείνονται στην Ακρόπολη. Οι Ενετοί με τον Μοροζίνι βομβαρδίζουν και ανατινάζουν την Ακρόπολη (εκείνη την περίοδο ήταν αποθήκη πυρομαχικών), με αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλες καταστροφές σε τμήμα του Παρθενώνα. Όμως και αυτή η επαναστατική προσπάθεια έληξε άδοξα, αφού οι Ενετοί τα «βρήκαν» με τούς Οθωμανούς Τούρκους και εγκατέλειψαν τους Έλληνες. 

1766. Υποκινείται επαναστατικό κίνημα στην Ήπειρο, την Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Στερεά Ελλάδα (στο οποίο πρωτοστατεί ο Γεώργιος Παπαζώλης ή Παπάζογλου, έμπορος που είχε καταταχθεί στο Ρωσικό στρατό, μαζί με Έλληνες και Ρώσους πράκτορες), χωρίς όμως επιτυχία.

1770. Καταπλέει στο Αιγαίο ο Ρωσικός στόλος με τον Αλέξ. Ορλώφ. Ξεσηκώνονται κατ’ αρχήν οι Μανιάτες και αμέσως μετά ολόκληρος η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η περιοχή του Βάλτου καθώς και τα Σφακιά της Κρήτης με τον Δασκαλογιάννη. Η εξέγερση τερματίσθηκε μέσα σε λουτρό αίματος στην Πελοπόννησο, αλλά η συνθήκη Κιουτσούκ– Καϊναρτζή που ακολούθησε το 1774  έβαλε όλους τους Χριστιανούς υπηκόους της Τουρκίας υπό την προστασία της Ρωσίας. 

1782. Με αφορμή την υπογραφή της Ρωσο-αυστριακής συμφωνίας για την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (με την κωδική ονομασία "το μάδημα της παπαρούνας"), οι Έλληνες ξεσηκώνονται πάλι, με την υποστήριξη της μεγάλης Αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνης, η οποία απέστειλε στο Αιγαίο Μοίρα του Ρωσικού στόλου υπό τον Λάμπρο Κατσώνη (ο οποίος ήταν Έλληνας αξιωματικός του Ρωσικού στόλου), με σκοπό την υποστήριξη των Ελληνικών επαναστατικών κινημάτων. Όμως και αυτή η προσπάθεια δεν καρποφόρησε. Στην Τρίπολη και την Πάτρα τα Ελληνικά στρατεύματα νικιόνται από τα Τουρκικά και μόνο στη Βόνιτσα, ο Ανδρούτσος (Ανδρέας Βερούσης πατέρας του Οδυσσέα), νικάει τους Τούρκους. Λίγο μετά την επιστροφή του στις Λιβανάτες Φθιώτιδος (απ’ όπου καταγόταν) και αφού πέτυχε την ένωση των αρματολών της Στερεάς Ελλάδας ζητάει την βοήθεια των Γάλλων. Οι Γάλλοι όμως απέφυγαν να τον βοηθήσουν γιατί τα συμφέροντά τους ήταν συνδεδεμένα με την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Απογοητευμένος ο Ανδρούτσος, ετοιμάσθηκε να στραφεί προς την Ρωσία και να συναντηθεί με τον παλιό του συμπολεμιστή τον Λάμπρο Κατσώνη. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού του, στις αρχές του 1793, τον συνέλαβαν οι Βενετοί στο Κατάρο της Βόρειας Αλβανίας και τον παρέδωσαν στους Οθωμανούς Τούρκους. Εν συνεχεία οι Οθωμανοί Τούρκοι τον μεταφέρανε στην Κωνσταντινούπολη και μετά από βασανιστήρια θανατώθηκε, το «λιοντάρι της Ρούμελης»

1797. Ο Ρήγας Φεραίος με την «Χάρτα της Ελλάδος», ερχόταν να δείξει την έκταση και την ακτινοβολία του αρχαίου και του νέου Ελληνισμού, αναγράφοντας δίπλα στα αρχαία τοπωνύμια τα νεότερα ονόματα πόλεων, ποταμών και περιοχών. Επίσης τύπωσε φυλλάδιο με τον τίτλο Νέα Πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας και της Βλαχομπογδανίας, που αποτελούσε τον καταστατικό Χάρτη της Ελληνικής Δημοκρατίας και θα ίσχυε μετά την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. Στο φυλλάδιο αυτό ήταν και η διακήρυξη: «...Ο λαός, απόγονος των Γραικών, όπου κατοικεί τη Ρούμελην, τη Μικράν Ασίαν, τας Μεσογείους νήσους, τη Βλαχομπογδανίαν και όλοι όσοι στενάζουν υπό τη δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωτάτου ζυγού [...] εκτινάζοντες ανδρικώς τον ουτιδανόν ζυγόν του Δεσποτισμού και εναγκαλιζόμενοι την πολύτιμον Ελευθερίαν των ενδόξων προπατόρων των, διακηρύσσουν ενώπιον πάσης της Οικουμένης την απόφασή τους και προχωρούν στη συγκρότηση μιάς Δημοκρατικής Πολιτείας...» αλλά και ο γνωστός Θούριος: «...Ως πότε παλληκάρια να ζούμε στα στενά μονάχοι σαν λιοντάρια σταις ράχαις στα βουνά; Κάλλιο' ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή… Και τότε με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν ας πούμ' απ' την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν». Και αμέσως οι πατριώτες ορθοί υψώνοντες τα χέρια απαγγέλουν τον όρκο τους
« Ω Βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε / στην γνώμην των Τυράννων να μην έλθω ποτέ…»

1798. Ο Εθνεγέρτης Ρήγας Φεραίος, συλλαμβάνεται στην Τεργέστη, παραδίδεται στον πασά του Βελιγραδίου και θανατώνεται μετά από βασανιστήρια και στραγγαλισμό. Ο Ρήγας Φεραίος - Βελεστινλής, γεννήθηκε στο Βελεστίνο το 1757, ήταν ο διαφωτιστής των Νέο-Ελλήνων και ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων μορφών που μαρτύρησαν για την ελευθερία των Ελλήνων.

1814. Ιδρύθηκε στην Οδησσό η «Φιλική Εταιρεία», από Έλληνες της διασποράς (Εμμανουήλ Ξάνθο Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ) και μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία (22 Φεβρουαρίου 1821) και την κυρίως Ελλάδα (25 Μαρτίου 1821), έφερε εις πέρας το μεγάλο έργο της οργανωτικής προετοιμασίας του Μεγάλου Επαναστατικού Αγώνα. 

1820. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε την ηγεσία της «Φιλικής Εταιρείας» και κατέστρωσε ένα σχέδιο εξέγερσης όλων των Χριστιανικών λαών της Βαλκανικής. Αγωνίστηκε μόνος του στη Μολδοβλαχία, με λίγους Έλληνες και τον Ιερό λόχο, χωρίς όμως ο αγώνας του να επιτύχει. [ Ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης ή Αγραφιώτης, κατά την έναρξη της Επανάστασης στη Μολδο-Βλαχία, έσπευσε να ενωθεί με τον στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη και μαζί με τον Πεντεδέκα και άλλους 60 Έλληνες στάλθηκε στο Γαλάτσι της Μολδοβλαχίας και στρατολόγησε άλλους 600 Έλληνες Αγωνιστές. Σε μάχες που έγιναν στο Σκουλένι και τον Προύθο, σκοτώθηκαν ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης ή Αγραφιώτης, όλοι οι οπλαρχηγοί και επί πλέον άλλοι 300 Έλληνες Αγωνιστές ]. 

Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση άρχισε στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, συνεννοήθηκε με τον ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Σούτσο και αφού πέρασε τον ποταμό Προύθο έφθασε στο «Ιάσιο», όπου κήρυξε την εξέγερση της Ελλάδος. Ένα μήνα μετά στις 25 Μαρτίου του 1821 στην Αγία Λαύρα, ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ανδρέας Λόντος και ο Ζαϊμης, κηρύσσουν την επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα. Ταυτόχρονα επαναστατικά στρατεύματα ελευθερώνουν την Καλαμάτα, όπου εγκαθίσταται ένα είδος προσωρινής Κυβέρνησης (28 Μαρτίου 1821). Και ενώ η εξέγερση του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία αποτυγχάνει, στην κυρίως Ελλάδα η Επανάσταση απλώνεται στη Στεριά και τα Νησιά. Στη Στερεά Ελλάδα η πολεμική δράση του Αθανασίου Διάκου και του Οδυσσέα Ανδρούτσου ήταν ανάλογη προς τον αγώνα των Ελλήνων στην Πελοπόννησο, με κορυφαίες στιγμές τις μάχες της Αλαμάνας στο Σπερχειό ποταμό, της Γραβιάς, των Βασιλικών κ.ά.  Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπήρξε φαινόμενο μοναδικό στον κόσμο εκείνη την εποχή, που αποσκοπούσε στην αποτίναξη του ζυγού ενός δυνάστη που είχε κατακτήσει όλες τις Ελληνικές περιοχές με την Βίαιη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Ανάσταση της Εθνικής συνείδησης και η ανασύνταξη του Ελληνικού Έθνους, ήταν οι αντικειμενικοί παράγοντες που συνετέλεσαν στο «θαύμα» της Ελληνικής Επανάστασης και την δημιουργία του πρώτου Ελεύθερου Κράτους, στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Στον μεγάλο Αγώνα του 1821 έλαβε μέρος σύσσωμο το Ελληνικό Έθνος, ξεσηκώθηκε ολόκληρος ο πληθυσμός. Εκτός από τους άνδρες, που ακολουθούσαν μόνιμα τα ένοπλα σώματα των οπλαρχηγών στις μάχες, συμμετείχαν και οι γυναίκες και τα παιδιά (έφηβοι) με κάθε τρόπο στον Αγώνα. Όσοι έμειναν στα σπίτια τους και ασχολούνταν με τις καθημερινές δουλειές, φρόντιζαν όχι μόνο για την δική τους τροφή αλλά και για την τροφή των αγωνιστών στην πρώτη γραμμή. Όταν υπήρχε ανάγκη σε κάποια μάχη, άφηναν τις δουλειές και τα σπίτια τους και ακολουθούσαν και αυτοί τα ένοπλα σώματα των οπλαρχηγών της περιοχής.

Η περιοχή της ορεινής Δυτικής Φθιώτιδος, δεν υπετάγει ποτέ ολοσχερώς στην Τυραννία των Τούρκων. Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας, συμπολεμιστής και πρώτος βιογράφος του Γεωργίου Καραϊσκάκη, στο βιβλίο του " Αναμνήσεις μιας Θερινής νυκτός έν Υπάτη ", σελ. 3, αναφέρει: «...Αξιέπαινος είναι η διαγωγή των κατοίκων Τυμφρηστού και των περιοίκων αυτών, μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως και τας μετά ταύτα προς υποδούλωσιν αυτών εκστρατείας των Οθωμανών. Πολλάκις επολέμησαν τους Τούρκους και τους απεδίωξαν της Πατρίδος των, αλλά μη δυνάμενοι να διατηρώνται καλώς άνευ της συγκοινωνίας παραδέχθησαν και αυτοί την τουρκικήν εξουσίαν διά συμβιβασμού, υποσχεθέντες να δώσωσιν ωρισμένον φόρον εις τους Τούρκους (κατ’ αποκοπήν). Αλλ’ οι Τούρκοι, φύσει βιασταί και άρπαγες, πολλάκις απεπειράθησαν να καταστήσωσι πλήρη την υποδούλωσιν των ορεινών. Το πνεύμα όμως της ανεξαρτησίας, έμφυτον εις τας καρδίας αυτών, δεν άφηνεν αυτούς να καταβληθώσι. Δια τούτο πάς αδικούμενος υπό Οθωμανού και μη ευρίσκων το δίκαιον έν τη Τουρκική εξουσία, εξεδικείτο ιδίαις χερσί δια φόνου τον αδικήσαντα και απεσύρετο είς τα όρη κηρύττων άσπονδον κατά των Τούρκων μίσος …». 

Δύο είναι οι Ελληνικές περιοχές που δεν υποδουλώθηκαν ποτέ στους Τούρκους, τα «Άγραφα» του Τυμφρηστού και το «Σούλι». [ Κατά μία εκδοχή, η ονομασία των Αγράφων οφείλεται στο γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν στους φορολογικούς καταλόγους (κατάστιχα) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως η ονομασία Άγραφα υπήρχε και πριν την Τουρκοκρατία, διότι τα Άγραφα αναφέρονται στο «θρήνο» της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 («...Ελλάδα, Πάτρα, Άγραφα, Βελούχι και Πρωτόλιο...» (στίχ.770-980) και προφανώς η ονομασία Άγραφα προέρχεται από τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, τους "Αγραίους" (Γραίους - Γραικούς)]. Από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και μετά κατέφυγαν στον ορεινό όγκο των Αγράφων Χριστιανικοί πληθυσμοί από γειτονικά διαμερίσματα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ν’αλλάξει η δημογραφική και οικονομική κατάσταση στην περιοχή. Οι κάτοικοι των Αγράφων Τυμφρηστού, πήραν ενεργά μέρος σε όλα τα επαναστατικά κινήματα εναντίον των Τούρκων. Η πρώτη επαναστατική κίνηση έγινε το 1585 με τον Θεόδωρο Μπούα Γρίβα. Η δεύτερη εξέγερση έγινε το 1684 – 1689 με τους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος Χορμόπουλο, Μεϊντάνη, Λιβίνη και άλλους που συγκρότησαν επαναστατικές ομάδες κατά των Τούρκων και έλαβαν μέρος στον Τουρκοβενετικό πόλεμο και στην επανάσταση το 1770, τη γνωσή ως «Ορλοφικά». Οι οικογένειες του Γεροδήμου Σταθά, του Μπουκουβάλα, του Καρακίτσου του Κοντογιάννη κ.ά, αποτελούσαν τους πυρήνες της αντίστασης. Το 1767 οι Μπουκουβαλαίοι είχαν πολεμήσει κατά των Τουρκαλβανών που επεχείρησαν να λεηλατήσουν τα χωριά και ήταν τόσο μεγάλη η αίγλη τους, ώστε ο πράκτορας των Ρώσων στη Στερεά Ελλάδα Βασίλειος Ταμάρα, έγραψε στην Πετρούπολη ότι μόνο οι Μπουκουβαλαίοι θα μπορούσαν να διαθέσουν 14.000 άνδρες. Επίσης ο Ρήγας ο Βελεστινλής στο Θούριό του (1797) αναφέρεται ιδιαιτέρως στα «ξεφτέρια των Αγράφων» (στίχος 66) και στον «ΠατρωτικόΎμνο όλης της Γραικίας», μνημονεύει τον Σταθά, τους Μπουκουβαλαίους κ.ά. Στα τελευταία χρόνια έδρασε και ο "Κατσαντώνης" (Αντώνης Μακρυγιάννης) που είχε ενταχθεί στην ομάδα του θείου του Βασίλη Δίπλα. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη την αντίσταση εναντίον των Τούρκων ανέλαβε ο αδελφός του Κώστας "Λεπενιώτης" έως το 1815. Επίσης, στην ίδια περιοχή έδρασαν και άλλοι οπλαρχηγοί όπως οι: Κωνσταντίνος Βελής, Κωνσταντίνος Βουλπιώτης, Χρήστος Σουλιώτης, Σταμ. Γάτσος, Αραπογιάννης, οι αδελφοί Γιολδάση, Μπράσκας, Γουβέλης, οι αδελφοί Γεώργιος και Κων/νος Γαλλής,  Γιαννάκης Ράγκος κ. ά.

Ο μεγαλύτερος όμως πολέμαρχος του Αγώνα, που έδρασε όχι μόνο στην περιοχή των Αγράφων αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, υπό τις διαταγές του οποίου υπηρέτησαν τον αγώνα πάρα πολλοί αγωνιστές από την Δυτική Φθιώτιδα και ιδιαίτερα από τα Πουγκάκια και το Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων). 

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ήταν αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων στη Στερεά Ελλάδα και κορυφαία μορφή της Επαναστάσεως του 1821. Γεννήθηκε στο Μαυρομάτι Καρδίτσας το 1780 και πέθανε μετά τον τραυματισμό του στη μάχη του Φαλήρου το 1827. Η μητέρα του Ζωή Ντιμισκή, αδελφή του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφη του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα, η οποία καταγόταν από τη Σκουληκαριά Άρτας, έμεινε χήρα σε μικρή ηλικία και αποσύρθηκε στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Μαυρομάτι Καρδίτσας, κοντά στο χωριό του συζύγου της. Εκεί γνωρίσθηκε με τον αρματολό Δημήτριο Ίσκο ή Καρά-Ίσκο (Καράς = μαύρος + Ίσκος = Καραϊσκος) και καρπός της σχέσης τους υπήρξε ο μετέπειτα ήρωας του 1821. Όταν γέννησε το παιδί του έδωσε το όνομα του προστάτη Αγίου του Μοναστηριού και επειδή δεν μπορούσε να επιστρέψει στο Μοναστήρι, ούτε να ζητήσει βοήθεια από τους συγγενείς του συζύγου της, παρέδωσε το παιδί σε μία οικογένεια Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων, ενώ η ίδια γύριζε από χωριό σε χωριό πουλώντας εικονίσματα και κεριά. 
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης από ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε τους Σαρακατσάνους θετούς γονείς του και σχημάτισε κλέφτικη ομάδα. Το 1798 βρέθηκε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς (Ανδρούτσο, Διάκο, Δυοβουνιώτη κ.ά) στην σωματοφυλακή του Αλή πασά στα Γιάννενα. Το 1804 εγκατέλειψε την σωματοφυλακή του Αλή πασά και ενώθηκε με την κλέφτικη ομάδα του Κατσαντώνη και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες των διωκτικών αποσπασμάτων του Αλή πασά. Το 1807 βρέθηκε μαζί με τον Κατσαντώνη στη Λευκάδα (που τότε την κατείχαν οι Ρώσοι), όπου συναντήθηκε και με άλλους οπλαρχηγούς καθώς και με τον Καποδίστρια που είχε σταλεί και αυτός στη Λευκάδα για να συντονίσει την άμυνα του νησιού. Το 1821 ο Καραϊσκάκης πήγε από τη Λευκάδα στην Βόνιτσα για να οργανώσει τον ξεσηκωμό της περιοχής. Στη συνέχεια πήγε στα χωριά των Τζουμέρκων και συγκρούσθηκε με τους Τούρκους. Εκεί, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Στερεάς οργάνωσε στρατόπεδο στο «Πέτα» κοντά στην Άρτα και σε μάχη που έγινε αργότερα στο χωριό «Κομποτέ», οι Έλληνες νίκησαν αλλά ο Καραϊσκάκης τραυματίσθηκε. Τον Σεπτέμβριο του 1821 μαζί με τον Μακρυγιάννη κατέλαβαν την Άρτα. Τον Ιανουάριο του 1823 νίκησε τους Τούρκους στη μάχη του Σοβολάκου αλλά εν συνεχεία αρρώστισε από φυματίωση και αποσύρθηκε στο Μοναστήρι του Προυσού. Το 1826 ο Καραϊσκάκης διορίσθηκε αρχιστράτηγος Ρούμελης με πλήρη δικαιοδοσία. Τα ίδιο έτος οργάνωσε το πρώτο στρατόπεδο στην Ελευσίνα, που είχε στόχο να ανακουφίσει τους πολιορκημένους στη Ακρόπολη της Αθήνας. Στην πρώτη σύγκρουση που έγινε στο Χαϊδάρι Αττικής οι Έλληνες νίκησαν τους Τούρκους. Στα μέσα Νοεμβρίου του έτους 1826 οι τουρκικά στρατεύματα (2000 περίπου άνδρες) κατευθυνόμενοι προς Άμφισσα στρατοπέδευσαν καθ’οδόν προς την Αράχοβα.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, επωφελούμενος και από την κακοκαιρία, τους εγκλώβισε και μετά από σφοδρή σύγκρουση στις 24 -11-1826 σκοτώθηκαν 1700 Τούρκοι. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη νίκη των Ελλήνων μετά τα Δερβενάκια. Σε άλλη μάχη στο Δίστομο της Βοιωτίας κατατροπώνει τους Τούρκους και τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν την Κεντρική Στερεά. Επίσης, αξιόλογες ήταν οι μάχες στο Κερατσίνι και στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος στον Πειραιά. Στις 23 Απριλίου 1827, σε μάχη με τα στρατεύματα του Κιουταχή τραυματίσθηκε από σφαίρα στο βουβώνα και πέθανε. Η νεότερη ιστορική έρευνα έφερε στο φώς ενδείξεις ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια. Η Βρετανική πολιτική που ήθελε τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και η πανωλεθρία των Ελλήνων στο Φάληρο (24 Απριλίου 1827), μία ημέρα μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, που οφείλεται αποκλειστικά στους δύο Βρετανούς αρχηγούς του Ελληνικού στρατεύματος, ίσως εξηγεί ως ένα βαθμό και τα αίτια της δολοφονίας του. 

Στην περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδας, υπήρξαν πάρα πολλοί Όπλαρχηγοί που έδρασαν στο μεγάλο Αγώνα. Θα αναφέρω όμως ενδεικτικά μόνο αυτούς που στις διαταγές τους υπηρέτησαν κάτοικοι από τα Πουγκάκια και το Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων) και είναι οι εξής:
1 / Αθανάσιος Διάκος (Μουσουνίτσα Δωρίδας 1788 - Λαμία 1821) αρματολός και αγωνιστής του 1821, ήρωας της μάχης της Αλαμάνας. Ο παππούς του Αθανάσιος Γραμματικός και δύο θείοι του ήταν κλέφτες. Ο πατέρας του Νικόλαος Γραμματικός (θετός γιος -"ψυχογιός" του Μασσαβέτα από την Αρτοτίνα Δωρίδας), μη μπορώντας να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του, έστειλε τον Αθανάσιο ως δόκιμο μοναχό στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, κοντά στην Αρτοτίνα, σε ηλκία 12 ετών. Πέντε χρόνια αργότερα ο Αθανάσιος χειροτονήθηκε «Διάκος» και με την προσωνυμία αυτή έμεινε γνωστός μέχρι σήμερα. Από το μοναστήρι αναγκάσθηκε να φύγει πολύ σύντομα όταν σκότωσε ένα Τούρκο αγά, επειδή αυτός σύμφωνα με την παράδοση του έθιξε τον ανδρισμό του. Στη συνέχεια κατέφυγε στο κλέφτικο σώμα του περίφημου Τσάμ(η) Καλόγηρου, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση καθώς ο παππούς του ήταν γνωστός καπετάνιος και οι δύο θείοι του είχαν διατελέσει κλέφτες. Ο οπλαρχηγός Τσάμ’(ης) Καλόγερος έδρασε στην περιοχή των Κραββάρων, ήταν τρόφιμος στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος, μαζί με τα 70 παλικάρια του και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στην περιοχή. Όταν αποσύρθηκε ο Τσάμ(ης) Καλόγηρος, λόγω τραυματισμού, στη θέση του όρισε ως καπετάνιο τον γηραιότερο Δήμο Σκαλτσά (Σκαλτσοδήμο) και πρωτοπαλίκαρα τον Διάκο και τον Γούλα.  Σύμφωνα με την παράδοση, όταν τραυματίσθηκε ο Τσάμ’(ης) Καλόγερος στη μάχη της Ζελίστας και πριν ξεψυχήσει στις πλαγιές της «Οξυάς», όπου τον είχε μεταφέρει στους ώμους του ο Αθανάσιος Διάκος, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων, υπέδειξε για διάδοχό του τον νεαρό τότε Αθανάσιο Διάκο και μπροστά στα παλικάρια του λέει: «Από σήμερα το Θανάση Διάκο θα τον έχετε για πρώτο παλικάρι στον «Ταϊφά». Αν και μικρός στα χρόνια είναι μεγάλος στην παλικαριά. Του ταιριάζει ακόμη και καπετάνιος !!!». 
Το 1814, ο Αθανάσιος Διάκος πήγε στα Γιάννενα και εντάχθηκε στη σωματοφυλακή του Αλή πασά υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Όταν ο Ανδρούτσος διορίσθηκε από τον Αλή πασά αρχηγός στο Αρματολίκι της Λιβαδειάς το 1816, ο Διάκος τον ακολούθησε και μετά την αποχώρηση του Ανδρούτσου ανακηρύχθηκε στη θέση του Καπετάνιος του καζά της πόλης (26-10-1820). Τότε έγινε και η μύησή του στις ιδέες της Φιλικής Εταιρείας. Τον Μάρτιο του 1821 επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαϊας με οδηγίες των Φιλικών σχετικά με την επικείμενη εξέγερση. Ο Διάκος, σε συνεννόηση με τον επίσκοπο, καθώς και με τους Πανουργιά και Ιωαν. Δυοβουνιώτη, έστειλε στις 24 Μαρτίου του 1821 τον Βασίλη Μπούσγο στην Πάτρα για συνεννόηση με τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Πελοποννήσου και με τον Έλληνα πρόξενο της Ρωσίας Ιωάννη Βλασσόπουλο. Ο Μπούσγος μαθαίνοντας καθ’οδόν ότι η Επανάσταση είχε ήδη αρχίσει, επέστρεψε δύο ημέρες αργότερα και σε σύσκεψη αποφασίσθηκε να γίνει η εξέγερση και στην Στερεά Ελλάδα χωρίς αναβολή. Στις 27 Μαρτίου 1821 στη Μονή του Οσίου Λουκά κηρύσσεται και επίσημα η Επανάσταση με τη συμμετοχή του Ησαϊα του Επισκόπου Αταλάντης Νεοφύτου και οπλαρχηγού της Βοιωτίας και της Δωρίδας. Αμέσως ο Διάκος επιχειρεί την κατάληψη της Λιβαδειάς. 
Η πόλη κυριεύεται στις 30 Μαρτίου και μία ημέρα αργότερα παραδίδονται οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στο φρούριο. Ο Διάκος ορίζεται γενικός αρχηγός των ενόπλων της Λιβαδειάς και οργανώνει την κατάληψη της Αταλάντης (31 Μαρτίου) και της Θήβας (1η Απριλίου), ενώ λίγο αργότερα κυριεύεται το ισχυρό φρούριο της Μπουδουνίτσας (Μενδενίτσας), από έλλειψη τροφών. Στη συνέχεια επιχειρεί εκστρατεία κατά της Λαμίας χωρίς επιτυχία, όπως επίσης απέτυχε και αντίστοιχη επιχείρηση κατά των Τούρκων της Υπάτης. Ωστόσο σύντομα υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει ισχυρό Τουρκικό στρατό που είχε αποσταλεί από τον Χουρσίτ με εντολή να καταστείλει την Επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα. Σύμφωνα με το σχέδιο των οπλαρχηγών της περιοχής οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στους Κομποτάδες στις 20 Απριλίου αποφασίσθηκε να διαιρεθούν τα επαναστατικά σώματα που έφθαναν τους 2000 άνδρες και να αποκλειστούν και οι τρεις διαβάσεις προς Λιβαδειά, παρά την αντίθετη γνώμη του Δυοβουνιώτη, που αντιπρότεινε την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων. Έτσι ο Πανουργιάς οχυρώθηκε στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης κατέλαβε τη γέφυρα του Γοργοποτάμου και ο Διάκος με 500 άνδρες περίπου θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στη γέφυρα της Αλαμάνας Σπερχειού. Ο Τουρκικός στρατός υπό τον Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ είχε φθάσει από την Ήπειρο στην Λαμία στις 17 Απριλίου. Στις 22 Απριλίου οι Τούρκοι επιτέθηκαν ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ύστερα από σκληρή μάχη με το υπέρτερο αριθμητικά εχθρό, ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώθηκαν να συμπτυχθούν με συνέπεια ο Διάκος να αντιμετωπίσει τον κύριο όγκο των Τούρκων στη Μάχη της Αλαμάνας. Οι Έλληνες είχαν 200 νεκρούς ανάμεσά τους και ο αδελφός του Διάκου Κωνσταντίνος (αναφέρεται ως Μήτρος). 
Ο Διάκος αρνήθηκε να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεπαν οι συμπολεμιστές του, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο δεξί χέρι και να αιχμαλωτισθεί από πέντε Τουρκαλβανούς. Στη Λαμία όπου μεταφέρθηκε, του προτάθηκε να προσκυνήσει και να συνεργασθεί μαζί τους για να του χαρίσουν τη ζωή και εκείνος τους είπε: «Πάτε κι’εσείς κι’ πίστι σας μουρντάτες να χαθείτε εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θέλ’ να πεθάνω …». Τότε ο Χαλήλ μπέης, σημαίνων Τούρκος της Λαμίας, πίεσε τον ανώτερό του ιεραρχικά Κιοσέ Μεχμέτ να τον θανατώσει, με αποτέλεσμα ο Διάκος να υποστεί μαρτυρικό θάνατο με ανασκολοπισμό. Οι Τούρκοι πέρασαν από την Αλαμάνα αλλά η θυσία του Αθανασίου Διάκου και των συντρόφων του υπήρξε γόνιμη. Ο θάνατός του συγκλόνισε και ταυτόχρονα εμψύχωσε τους αγωνιστές, ενώ η ζωή του και η μαρτυρική του θυσία ενέπνευσαν τη λαϊκή μούσα. 

2 / Ιωάννης Δυοβουνιώτης,  (Δύο Βουνά Οίτης 1763 – Άμφισσα 1831) αρματολός και αγωνιστής του 1821, από τις ηγετικές μορφές της Επανάστασης στην Στερεά Ελλάδα. Το επώνυμό του ήταν Ξήκης, αλλά έμεινε γνωστός με την προσωνυμία του τόπου της καταγωγής του (Δυό Βουνά = Δυοβουνιώτης). Σε ηλικία 13 ετών έμεινε ορφανός και λίγο αργότερα έγινε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρέα Ανδρούτσου, πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, αργότερα σχημάτισε δικό του στρατιωτικό σώμα. Το 1806 αναγνωρίσθηκε από τον Αλή πασά αρματολός Μπουδουνίτσας (Μενδενίτσας), αλλά τρία χρόνια αργότερα έπεσε στη δυσμένεια του Αλή πασά και κατέφυγε στην Ιθάκη. Στις αρχές του 1820 μαζί με τον Αθανάσιο Διάκο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πήρε μέρος από τους πρώτους στον Αγώνα απελευθερώνοντας την Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) στις 13 Απριλίου 1821. Στη συνέχεια συνεργάσθηκε με τον Πανουργιά και τον Αθανάσιο Διάκο σε επιχειρήσεις στην Υπάτη και την Λαμία, ήταν ήδη 58 ετών εμπειροπόλεμος στρατιωτικός με επιβλητικό παράστημα και κύρος ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδος. Όμως κατά την σύσκεψη που έγινε στις Κομποτάδες τον Απρίλιο του 1821 για την αντιμετώπιση του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ, δεν εισακούσθηκε η άποψη του για από κοινού δράση, με συνέπεια τα Ελληνικά σώματα να διαιρεθούν. Ο ίδιος που είχε αναλάβει τη φύλαξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου με 400 αγωνιστές, υποχρεώθηκε να υποχωρήσει κάτω από την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων στη θέση «Δέμα». Μετά την μάχη της Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821), μαζί με άλλους οπλαρχηγούς απευθύνθηκε στην Προσωρινή Κυβέρνηση ζητώντας να αναγνωρισθεί γενικός αρχηγός των όπλων της Λειβαδιάς ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Στις αρχές Μαϊου του 1821 προσπάθησε και πάλι σε συνεργασία με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Πανουργιά, να αποκρούσει τον στρατό του Ομέρ Βρυώνη, αλλά χωρίς επιτυχία. Στη συνέχεια υπήρξε ο εμπνευστής του Ελληνικού σχεδίου της μάχης των Βασιλικών (26 Αυγούστου 1821) κατά την οποία 2000 Έλληνες κατατρόπωσαν πάνω από 8000 Τούρκους του Μπεϋράν πασά. Και αυτή η νίκη ήταν μία από τις σημαντικότερες νίκες της Επανάστασης. Τον Μάϊο του 1822 συνέχισε τη δράση του και σε σύμπραξη με τον Οδυσ. Ανδρούτσο, τον Δήμο Σκαλτσά, τον Μήτσο Κοντογιάννη, καθώς και άλλους οπλαρχηγούς συγκρούσθηκε με την στρατιά του Δράμαλη κατά την κάθοδό του στην Πελοπόννησο. Πήρε ακόμη μέρος τον Αύγουστο του ιδίου έτους σε τοπικές αψιμαχίες στον Καλλίδρομο. Λίγο αργότερα αρρώστησε και αποσύρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, αφήνοντας τη Διοίκηση του στρατιωτικού σώματος στον γιο του Γεώργιο. 

3/ Κωνσταντίνος Καλύβας, γεννήθηκε στη Σέλλιανη (Μάρμαρα Φθιώτιδος) και ήταν Πρωτο-παλίκαρο του Σκαλτσοδήμου. Μετά τον θάνατο του Σκαλτσοδήμου έγινε αυτός αρχηγός του σώματος και των τριακοσίων περίπου παλικαριών του. Έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες στη Στερεά Ελλάδα, πολέμησε στο Μεσολόγγι από μέσα και επέζησε κατά την έξοδο. Ήταν μεγαλύτερος αδελφός του Δημητρίου, ο οποίος με τον Μπακογιάννη έπεσαν ηρωϊκά στο πλευρό του Αθαν. Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Βαθμολογικά εξελίχθηκε μέχρι τον βαθμό του αντιστρατήγου και πέθανε το 1827.

4 / Η οικογένεια των αγωνιστών Κοντογιανναίων, εγκαταστημένης μόνιμα στην Υπάτη: 

α ΄ / Ο Γενάρχης της οικογένειας Γιάννος Κοντογιάννης, γεννήθηκε στο Χαλκιόπουλο του Βάλτου Ακαρνανίας το 1710 και έζησε μέχρι το 1770. Υπηρέτησε στο σώμα του Μπουκουβάλα στα «Άγραφα» του Τυμφρηστού και διακρίθηκε στη μάχη του Κεράσοβου το 1767. Μετά την μάχη αυτή κατέλαβε το Αρματολίκι του Πατρατζικίου (Υπάτης), το οποίο επέκτεινε μέχρι την Λαμία και την Ναύπακτο. Όταν ο Αλή πασάς θέλησε να υποτάξει τα αρματολίκια, οι Κοντογιανναίοι προσπάθησαν να αντισταθούν. Ο Αλή πασάς έδωσε εντολή στο Γιουσούφ Αράπη, που βρισκόταν στο Μαυρίλο με τρείς χιλιάδες στρατό, να τους εξοντώσει. Έγινε μεγάλη μάχη στην Οξυά (κοντά στο Μοναστήρι της Στάγιας) και οι Κοντογιανναίοι διασώθηκαν. 
Ο Γιάννος Κοντογιάννης είχε δύο γιούς τον Κωνσταντή (1765 – 1804) και τον Μήτσο (1770 – 1847)
β ΄/ Ο Κωσταντής Κοντογιάννης του Γιάννου, σκοτώθηκε αργότερα σε άλλη μάχη που έδωσε εναντίον του Γιουσούφ Αράπη κοντά στη γέφυρα της Τατάρνας το 1804, είχε δύο γιούς τον Σπύρο (1780–1825) και τον Νικολάκη (1795 – 1823). 
γ ΄. / Ο Σπύρος Κοντογιάννης του Κωνσταντή γεννήθηκε στην Υπάτη το 1780 και σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωϊκά στο πολιορκημένο Μεσολόγγι το 1825, με το βαθμό του χιλίαρχου. 
[ Προηγουμένως, με την έναρξη της Επανάστασης, πρωτοστάτησε στην αδικαιολόγητη σφαγή των αδελφών Χατζηδημάκι (Χατζίσκων), με σκοπό να πάρει με την βία γυναίκα του την κόρη ενός από τους δολοφονημένους ]. 
δ΄. / Ο Νικολάκης Κοντογιάννης του Κωσταντή (αδελφός του Σπύρου) γεννήθηκε στην Υπάτη το 1795. Αγωνιστής και αυτός της Επανάστασης έλαβε μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου και στις μάχες του Διστόμου και Αττικής με τον Καραϊσκάκη, όπου διακρίθηκε στη μεγάλη μάχη στο Κερατσίνι το 1827.
 ε΄/ Ο Μήτσος Κοντογιάννης (γιός του Γενάρχη Γιάννου) και μικρότερος αδελφός του Κωνσταντή, γεννήθηκε στην Υπάτη το 1770, καταδιώχθηκε μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντή από τον Αλή πασά. Στη μάχη που έγινε με απόσπασμα του Γιουσούφ Αράπη, στη Γέφυρα της Τατάρνας το 1804, διασώθηκε και κατέφυγε στο νησί Λευκάδα με είκοσι περίπου συντρόφους του. Το 1811 αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις του με τον Αλή πασά και ανέλαβε ξανά το αρματολίκι του πατέρα του στην Υπάτη. Όταν άρχισε ο αγώνας ήταν διστακτικός θεωρώντας την Επανάσταση πρόωρη. Στις 2 Απριλίου του 1822 συμμετείχε στη μάχη αντιπερισπασμού που έγινε στην περιοχή της Υπάτης με σκοπό να ανακουφιστούν τα Ελληνικά σώματα τα οποία υπό τον Νικηταρά και τον Ανδρούτσο πολεμούσαν στην Αγία Μαρίνα. Αργότερα συμμετείχε στη μάχη στο Κρεμμύδι κατά του Ιμπραήμ (1825) και μετά την ήττα των Ελλήνων επέστρεψε στην Στερεά Ελλάδα και κλείσθηκε στο Μεσολόγγι. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας πολιορκίας της πόλης και διασώθηκε. Η επιτροπή εκδουλεύσεων τον κατάταξε στην κατηγορία Α΄ των στρατηγών. Είχε τρείς γιούς: τον Νικόλαο, τον Βαγγέλη και τον Γιάννη και πέθανε στην Υπάτη το 1847. 
στ΄/ Ο Νικόλαος Κοντογιάννης του Μήτσου, γεννήθηκε στην Υπάτη το 1795. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες ακολουθώντας τον πατέρα του. Τον Αύγουστο του 1823 επικεφαλής των αγωνιστών σκοτώθηκε στη μάχη της Καλιακούδας, κοντά στο Καρπενήσι (28 -8-1823). 
ζ΄ / Ο Βαγγέλης Κοντογιάννης του Μήτσου, γεννήθηκε στην Υπάτη το 1800. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στη Δυτική Ελλάδα καθώς και στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Το 1826 έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της Ανατολικής Στερεάς υπό τον Καραϊσκάκη. Πέθανε στη Σπερχειάδα το 1875
 η ΄/ Ο Γιάννης Κοντογιάννης του Μήτσου, γεννήθηκε το 1810 και ακολουθούσε από μικρός τον πατέρα του σε πολλές μάχες. Διετέλεσε Δήμαρχος Σπερχειάδος και πέθανε στη Λαμία το 1863 με το βαθμό του Ταγματάρχου Φάλαγγος. 

5 / «Πανουργιάς» Κλεφτοαρματολός των Σαλώνων (Δρέμιτσα Φωκίδος 1759 – Άμφισσα 1834). Ο πατέρας του ονομαζόταν Ξεροδημήτρης, ήταν βοσκός και καταγόταν από το Χωριό Άγιος Γεώργιος Παρνασσίδας. Η ονομασία «Πανουργιάς» οφείλεται στο ότι στη βάφτισή του, ο νονός του νομίζοντας πως είναι κορίτσι τον ονόμασε «Πανώρια». Ο πατέρας του από ευσέβεια αρνήθηκε να του αλλάξει το όνομα το μετέτρεψε σε αρσενικό « Πανωριάς » και κατά παραφθορά «Πανουργιάς». Πολύ νέος σε ηλικία 13 ετών έγινε κλέφτης ενώ αργότερα (1813), διορίσθηκε από τον Αλή πασά αρματολός στα Σάλωνα (Άμφισσα). Τον Ιανουάριο του 1821 πήρε μέρος στη σύσκεψη των οπλαρχηγών που έγινε στο νησί Λευκάδα με σκοπό την προετοιμασία της εξέγερσης. 
Στις 24 Μαρτίου 1821, όταν έμαθε για τις πρώτες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο, κάλεσε τους προκρίτους της περιοχής στη Μονή του Προφήτη Ηλία στα Σάλωνα και αποφάσισαν μαζί την κήρυξη της Επανάστασης. 
Στις 27 Μαρτίου μπήκε με το σώμα του στην πόλη και μετά από σύντομη μάχη υποχρέωσε τους Τούρκους να καταφύγουν στο κάστρο των Σαλώνων και να παραδοθούν δύο ημέρες αργότερα. Στη συνέχεια συνέπραξε μαζί με τον Αθανάσιο Διάκο στην απόκρουση του στρατού του Ομέρ Βρυώνη, ενώ ο ίδιος πολέμησε στην Χαλκομάτα όπου και τραυματίστηκε σοβαρά. Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αθ. Διάκου ακολούθησε τον Οδ. Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς. Επίσης πολέμησε με γενναιότητα και ανδρεία στη μάχη των Βασιλικών στις 23 - 8 - 1821, στην οποία έλαβε μέρος και ο γιος του Νάκος. Τον Νοέμβριο του 1821 συμμετείχε στη Συνέλευση των Σαλώνων, που αποσκοπούσε στην πολιτική διοργάνωση της Δυτικής Στερεάς και υπήρξε εκπρόσωπος της ιδιαίτερης πατρίδας του στις Εθνοσυνελεύσεις. Στις 1031823 ο Πανουργιάς με τους άνδρες του έβαλε φωτιά στα σπαρτά της Φθιώτιδος, Βοιωτίας και Αττικής για να στερήσει το Δράμαλη από τροφές και ζοωτροφές. Τον Ιούλιο του 1824, όταν άλλη μεγάλη στρατιά του Αμπάζ πασά βάδιζε από Λαμία για την Άμφισσα, ο Πανουργιάς συμβούλεψε τους οπλαργηγούς να καταλάβουν την «Άμπλιανη» και ο γιός του «Νάκος» ανέλαβε με άλλους να εκτελέσει το σχέδιο αυτό με επιτυχία. Μετά την μάχη της Άμπλιανης ο Πανουργιάς αποσύρεται από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Πέθανε στην Άμφισσα το 1844

6 / Πανουργιάς Νάκος (Γιός του Κλεφτοαρματολού), πολέμησε μαζί με τον πατέρα του σε διάφορες μάχες και τον Ιούλιο του 1834 εκτέλεσε με επιτυχία, μαζί με τον Γ. Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Κίτσου Τζαβέλα, Π.Νοταρά, Χρ. Περραιβό και Γ. Καραϊσκάκη το πολεμικό σχέδιο του πατέρα του (Γερο-Πανουργιά) στην «Άμπλιανη». Επίσης έλαβε μέρος στη μάχη των Βασιλικών, των «Πέντε ορίων» και της Μονής Ιερουσαλήμ. Υπήρξε συμπολεμιστής του Γεωρ. Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα και την Αττική. Προήχθη σε Πεντακοσίαρχος και επί Οθωνα σε Υποστράτηγος. Μετά το 1834 έγινε Βουλευτής Παρνασσίδος και πέθανε στην Άμφισσα το 1863

7 / Σαφάκας Ανδρέας ή Ανδρίτσος, οπλαργηγός της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος. Γεννήθηκε στην Αρτοτίνα Δωρίδας το 1775, όμως η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την «Μπρούφλιανη» Φθιώτιδος (Δίλοφο Σπερχειάδος) και το επώνυμό του ήταν «Καραδήμας». Με την έναρξη της Επανάστασης σχημάτισε δικό του σώμα και ανακηρύχθηκε αρχηγός (Καπετάνος) στην περιοχή μεταξύ της ορεινής Ναυπακτίας (Κράβαρα) και Βαρδουσίων. Είχε το στρατηγείο του στην Οξυά (ένα στρατηγικό σημείο, διότι στο σημείο αυτό διακλαδίζετο ο αρχαίος δρόμος που ερχότανε από την Ήπειρο και κατευθύνετο προς την Οίτη, Δελφούς, Βοιωτία και προς την Ναύπακτο). Μαζί με τον Δήμο Σκαλτσά, που ήταν αρχηγός (Καπετάνος) στην περιοχή του Λιδωρικίου, σήκωσαν την σημαία της Επανάστασης στο Λιδωρίκι στις 28 -3- 1821 το οποίο και κατέλαβαν. Έδρασε στην Δωρίδα, στην Φθιώτιδα και την Ευρυτανία. Πήρε μέρος στις μάχες Υπάτης (στη θέση Αετός, όπου χάρη στη δική του επέμβαση σώθηκαν τα τμήματα του Σκαλτσά και Γκούρα από τον αιφνιδιασμό των Τούρκων), της Άμπλιανης, του Λιδωρικίου, της Σέλλιανης (Μάρμαρα Φθιώτιδος), της Οξυάς (πάνω από το Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδος), του Καρπενησίου υπό τον Καραϊσκάκη και του Κραβασαρά. Η Κυβέρνηση αναγνώρισε της υπηρεσίες που πρόσφερε στον μεγάλο Αγώνα της Επανάστασης και του έδωσε το βαθμό του Χιλίαρχου. 

8 / Σκαλτζάς ή Σκαλτσάς Δήμος, οπλαρχηγός της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος. Γεννήθηκε στην Αρτοτίνα Δωρίδος και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στην αρχή με τον Πανουργιά. Αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης ύψωσε την σημαία του Αγώνα στην πατρίδα του (28 Μαρτίου), μαζί με τον Ανδρέα Σαφάκα, τον Αναγνώστη Λιδωρίκη και τον Παπα–Γιώργη Πολίτη, αναγκάζοντας την Τουρκική φρουρά να παραδοθεί. Τον Μάϊο του 1821, μετά την μάχη της Γραβιάς, ο Σκαλτσάς με τον Ανδρέα Σαφάκα και τον Ιωάννη Γκούρα, κατέλαβαν την θέση "Αετός", όπου υπάρχουν ίχνη οχυρωματικού τείχους της αρχαίας πόλης "Οίτη", με σκοπό να χτυπήσουν τους Τούρκους στην Υπάτη (Πατρατζίκι). Τον επόμενο χρόνο (2 Απριλίου 1822), με τον Σαφάκα, τον Γιάννη Δυοβουνιώτη, τον Μήτσο Κοντογιάννη και τους Γιολδασαίους, πέτυχε μεγάλες νίκες στην περιοχή της Υπάτης επί του Δράμαλη και στη μάχη της Άμπλιανης όπου διακρίθηκε. Συνέχισε ως το τέλος του Αγώνα τη δράση του φημισμένος για την γενναιότητα του. Απόγονοι του «Δήμου Σκαλτσά», είναι οι σημερινοί «Καλτσαίοι» στα Πουγκάκια και τα Κανάλια Φθιώτιδος, καθώς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος (Βλ. "Σύλλογο των Απανταχού απογόνων Καλτσαίων - Σκαλτσαίων: www.syllogoskaltsas. gr -  eMail: kaltsasb@hol.gr). 

Τα ονόματα των οπλαρχηγών και των αγωνιστών που έλαβαν μέρος στον Αγώνα του 1821, προκύπτουν από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και κυρίως από το Αρχείο Αγωνιστών της Επαναστάσεως του 1821. Εκεί σώζεται το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας των «αριστείων», η οποία περιλαμβάνει όλους τους αγωνιστές που ήταν στη ζωή το 1841 και υπέβαλαν αίτηση χορήγησης αριστείου. Δεν περιλαμβάνονται επομένως οι πεσόντες στα πεδία των μαχών, οι θανόντες αγωνιστές μέχρι το 1841 και όσοι αμέλησαν ή δεν επιθυμούσαν να υποβάλουν τη σχετική αίτηση για την απόκτηση «αριστείου». Για να εντοπισθούν όλοι οι αγωνιστές του 1821 είναι δύσκολο σχεδόν αδύνατο γιατί δυστυχώς δεν υπάρχουν επαρκή γραπτά στοιχεία για μια τέτοια εξακρίβωση. 

 Απονομή ηθικών αμοιβών σε όλους τους Αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821
 
Όταν η απελευθέρωση έγινε πραγματικότητα, οι παλαίμαχοι της Επαναστάσεως προσδοκούσαν και απαιτούσαν από το νεοσύστατο Κράτος, δίκαια ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους και τις θυσίες τους για την Πατρίδα. 
Πράγματι, με Βασιλικά Διατάγματα, το Κράτος αποφάσισε και απένειμε σε όλους τους Αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821, ηθικές αμοιβές (τα λαοφιλή «αριστεία»). Συγκεκριμένα στα Βασιλικά Διατάγματα [ Φ.Ε.Κ. 19 / 20 Μαϊου – 1η Ιουνίου 1833 & Φ.Ε.Κ. 7 / 1835 ], ορίζετο ότι: «…Για την αναγνώριση των εκδουλεύσεων όλων των αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών των Ελληνικών Στρατευμάτων της ξηράς και της θάλασσας, που αγωνίσθηκαν για την ελευθερία της Πατρίδος, απονέμουμε σε καθένα απ’ αυτούς αριστείο...». Επίσης τον Ιούνιο του 1834, εκδόθηκε άλλο Βασιλικό Διάταγμα το οποίο λάμβανε μέριμνα για τις οικογένειες όλων όσων έλαβαν μέρος για την απελευθέρωση της Πατρίδος. Μεταξύ των άλλων το Βασιλικό Διάταγμα [ Φ.Ε.Κ 2 / 16 – 6 – 1834 ], όριζε και τα εξής: «...Οι παλαιοί αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώτες των ατάκτων και τακτικών στρατευμάτων της ξηράς και της θάλασσας, που έλαβαν μέρος ενδόξως στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδος, για ανταμοιβή των παλαιών τους εκδουλεύσεων, θα λάβουν αμέσως στην ιδιοκτησία τους μέρος από την καλλιεργήσιμη γή...».
Για την απονομή του «αριστείου», κάθε ενδιαφερόμενος υπέβαλλε αίτηση, μέσου του Δημάρχου της κατοικίας του, προς την αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Στρατιωτικών, μαζί με το «Πιστοποιητικό» πρώην Οπλαρχηγών της Επαναστάσεως (για τις εκδουλεύσεις του προς την Πατρίδα, κατά τον ιερό αγώνα της ανεξαρτησίας). Όποιος έπαιρνε «αριστείο», είχε και μερικά επί πλέον προνόμια όπως: Οπλοφορούσε χωρίς αστυνομική άδεια, είχε τιμητική θέση σε όλες τις γιορτές των Δήμων, ήταν ελεύθερος από κάθε σωματική εργασία για τις γενικές υπηρεσίες προς το Κράτος και για προσωπική εργασία προς το Δήμο κ.λ.π. 

 Συμμετοχή Αγωνιστών του 1821, από το Παλαιοχώρι και τα Πουγκάκια 

Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ. Α. Κ), αλλά και στο βιβλίο του Νίκου Αντωνόπουλου: «Η Δυτική Φθιώτιδα στη φωτιά του 21», υπάρχουν όλα τα ονόματα των Αγωνιστών που είχαν καταγωγή ή διαμονή τη Δυτική Φθιώτιδα και είχαν υποβάλλει αίτηση προς την αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Στρατιωτικών για την απονομή αριστείου. Συγκεκριμένα από το Παλαιοχώρι και τα Πουγκάκια (την περίοδο εκείνη το Παλαιοχώρι ήταν συνοικισμός των Πουγκακίων), υπάρχουν τα παρακάτω ονοματεπώνυμα Αγωνιστών που είχαν υποβάλλει αίτηση προς την αρμόδια επιτροπή για την απονομή αριστείου: 
1/ Αγγέλης (;) Αθανάσιος, στρατιώτης, Αίτηση 31 Ιανουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. και Ν.  Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν. και Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου  και πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα υπό Μ. Κοντογιάννη. Φ. 269.
2/ Αγγέλης Γεώργιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
3/ Αγραφιώτης Βασίλειος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 274. Κ. 29
4/ Αθανασίου Παναγιώτης, υπαξ. Α.Π.Μ.Σ. 14. 499. Έλαβε χάλκινο αριστείο Φ. 282. Κ. 42.
5/ Αλεξίου (;) Γεώργιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
6Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου Γεώργιος, υπαξ/κος Β΄.τάξ. Α. Π .Μ .Υ. 3587, αίτηση ανταμοιβής  29 Μαϊου 1865. Πιστοποιητικό Μ. και Ν. Κοντογιάννη 5 Οκτωβρίου 1846. Μαχες: Υπάτης  δύο φορές, Καλλιακούδας, Νεοκάστρου, Κεραμμυδιού, Καρβασαρά, Ρίβιου, Ρίγανης και  Πετροχωρίου, υπό τον Ευαγ. Κοντογιάννη. Τροιζονιών, κατά του Τσελιπίτζαρη και άλλων,  Αθήνας υπό τον Ν. Κοντογιάννη
7/ Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου Γιαννακός, υπάξ/κός Β.τάξ Α.Π.Μ.Υ 3.594, αίτηση ανταμοιβής  1η Νοεμβρίου 1846 , Πιστοποιητικό Μ. και Ν. Κοντογιάννη 1η Οκτωβρίου 1846.
8/ Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου Κώστας, αξιωμ. Α.Ν.Μ.Υ. 1661, αίτηση ανταμοιβής της συζύγου του Αργυρής, ετών 65, του θετού του γιού Χαράλαμπου και της θετής θυγατέρας του με ημερομηνία 30 Μαϊου 1865. Πιστοποιητικό Μ. και Ν. Κοντογιάννη 25 Σεπτεμβρίου  1846.Υπηρέτησε ως αξιωματικός. Μάχες: Υπάτης και στις δύο, Καλλιακούδας, Άμπλιανης  Μεσολογγίου , Χαϊδαρίου, Αράχοβας, Διστόμου και Άμφισσας, κατά του Ομέρ Καρυστινού  Φ. 101 και Φ. 274 , Κ. 30.
9/ Αναγνωστόπουλος Χ. αξιωματικός. Έλαβε αργυρό αριστείο Φ. 288, Κ. 61.
10Αντωνίου ή Αντωνόπουλος Αθανάσιος, υπαξ. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κό Μ.και Ν.Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης , Καρπενησίου και Καλλιακούδας  υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, πολιορκίας του Μεσολογγίου από μέσα, υπό τον Κοντογιάννη Έλαβε χάλκινο αριστείο. Φ. 261 και Φ. 274. Κ. 30.
11/ Αντωνίου ή Αντωνόπουλος Ιωάννης , υπαξιωμ. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ και Ν. Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας  υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και Μεσολογγίου από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη  Φ. 261 και 262.
12/ Αντωνίου Μήτζος. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. και Ν. Κοντογιάννη  30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης και Καλλικούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και πέντε Ορίων, υπό Πανουργιά, πολιορκίας Μεσολογγίου από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261.
13/ Αποστόλου Γιάννης, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο Φ. 282. Κ. 38
14/ Αργυρόπουλος Κωνσταντίνος, στρατιώτης. Αίτηση 1η Σεπτεμβρίου 1841, Πιστοποιητικό  Γιαννάκη και Ζαχαράκη Γιολδάση με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Κεφαλόβρυσο, Καλλιακούδας  και Καγκελιών, υπό τον Ευαγ. Κοντογιάννη, Διποτάμου και Κλωνιού, υπό τον Μακρή  Κεφαλοβρύσου Αιτωλίας και Μεσολογγίου απέξω υπό τον Καραϊσκάκη. Έλαβε σιδηρούν  αριστείο. Φ. 101 και Φ. 191, Κ. 8.
15/ Βάρσος Δημήτριος, υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο Φ. 274. Κ.30.
16Βάρσος Κώστας, στρατ., αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κό Μ και Ν. Κοντογιάννη 31 Ιανουρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν και Μ. Κοντογιάννη. Άμπλιανης και πέντε Ορίων, υπό τον Πανουριά, Νεοκάστρου και Μεσολογ.  από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Έλαβε σιδερένιο Αριστείο Φ. 269 και Φ. 274 , Κ. 29.
17/ Βλάχος Γεώργιος αξιωμ. Α.Ν.Μ.Υ. 2.892. Αίτηση ανταμοιβής του γιού του Ευαγγέλου , από το Ναύπλιο, 23 Ιουνίου 1835. Πιστοποιητικό Χριστόφ. Περραιβού, Νικ. Κοντογιάννη κ.ά, 15  Μαρτίου 1846. Μάχες: Υπάτης 1821 και 1822, υπό τον Σπ. Κοντογιάννη, Καρπενησίου υπό τον Μ. Μπότσαρη, Άμπλιανης υπό τον Πανουργιά, Καρβασαρά, Μεσολογγίου απέξω,  Αράχοβας και Διστόμου υπό τον Καραϊσκάκη, Αθήνας υπό τον Χρ. Περραιβό.
18/ Γεραναγνώστης Νικόλαος. Αίτηση 31 Ιανουαρίου 1844. Πιστ/κό Μ. και Ν Κοντογιάννη με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ  Κοντογιάννη, Άμπλιανης και πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Μεσολογγίου, Νεοκάστρου  και Αθήνας, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 268.
19/ Γεωργίου Αθανάσιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 274. Κ. 29.
20/ Γεωργίου Δημήτριος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
21/ Γεωργίου Κων/νος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
22/ Γιαννακόπουλος Δημήτριος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο.Φ.282.Κ 38.
23/ Γιαννέλου ή Γιανννελόπουλος Γεώργιος του Δημ. στρατιώτης. Αίτηση 3η Φεβρουαρίου  1844. Πιστοποιητικό Μ. και Ν. Κοντογιάννη με την ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Μεσολογγίου, από μέσα , υπό τον Ν. Κοντογιάννη, Νεοκάστρου και  Αθήνας, υπό τον Καραϊσκάκη. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 261 και Φ. 282 Κ. 38.
24/ Γιαννέλου ή Γιαννελόπουλος Κώστας, στρατιώτης. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κό  Μ. και Ν. Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλικούδας  υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και πέντε Ορίων, υπό Πανουργιά, πολιορκίας Μεσολ. από μέσα υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Έλαβε σιδερένιο αριστείο, Φ. 261. και Φ. 282. 38.
25/ Γκλάβας Νικόλαος. Αίτηση 31 Ιανουαρίου 1844, Πιστ/κό Ν και Μ. Κοντογιάννη, 30 Ιανουαρίου 1844, Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας Μεσολογγίου από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Αθήνας υπό τον Καραϊσκάκη Φ.262.
26/ Γκουζιούνας Ιωάννης, υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο. Φ. 285. Κ. 54.
27/ Γούρας Βασίλειος. Πρόταση για αριστείο Φ. 17. Κ. 1
28/ Γουρόπουλος Γεώργιος. Αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοπ/κό Μ.και Ν. Κοντογιάννη  με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Άμπλιανης, υπό τον Πανουργιά, Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, πολιορκία του Μεσολογγίου, από μέσα υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261.
29/ Δανιήλ Γεώργιος. Αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ και Ν. Κοντογιάννη  3η Φεβρουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Φοντάνας και Νεοκάστρου, υπό τον Μ. Κοντογιάννη Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ.Κοντογιάννη. 
30/ Δανιήλ Κώστας (Κωσταδανίλης). Αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. και Ν  Κοντογιάννη 3 Φεβρουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Φοντάνας και Νεοκάστρου, υπό τον  Μ. Κοντογιάννη, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη Φ. 261.
31/ Δανιήλ Νικόλαος, υπαξιωματικός Γ΄τάξεως Α.Π.Μ.Υ 5.560, Αίτηση ανταμοιβής 7 Ιουνίου  1865. Δικαστική πράξη 7 Ιουνίου 1865 με μάρτυρες τους Αθαν. Πιτσογιάννη από το Πίτσι και Κώστα Σίψα, από το ίδιο χωριό. Έλαβε μέρος στις Μάχες: Θερμοπυλών, Υπάτης και στις δύο, Διστόμου, Αθήνας.
32/ Δημητρίου Γεώργιος. Άιτηση 5 Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κό, Μ και Ν. Κοντογιάννη 4 Φεβρουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν και Μ  Κοντογιάννη, Άμπλιανης, υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου από μέσα υπό τον Μ. Κοντογιάννη.
33/ Δημητρίου Κωστούλας.Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κό Μ.και Ν. Κοντογιάννη  4 Φεβρουαρίου 1844.Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν και Μ. Κοντογιάννη, Αμπλιανης υπό τον Πανουργιά Φ. 261. 269.
34/ Ευθυμίου Γεώργιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο.Φ. 282 Κ. 38.
35/ Ζαγκλαράς Κώστας του Ιωάννη. Αίτηση 5 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ και Ν.  Κοντογιάννη 4 Φεβρουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλικούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης, υπό Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261.
36/ Ζέρβας Γεώργιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
37/ Ζέρβας Νικόλαος, υπαξιωματ. Γ΄ τάξεως Α.Π.Μ.Υ. 5.106. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ και Ν. Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Δικαστική πράξη 7η Ιουνίου 1865. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. και Μ. Κοντογιάννη  Άμπλιανης, υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Έλαβε χάλκινο αριστείο Φ. 261. και Φ. 274 , Κ. 30
38/ Ζιόκας ή Τσόκας Αθανάσιος. Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστ /κό Μ. Ν. Κοντογιάννη  με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό Ν και Μ.  Κοντογιάννη, πολιορκίας του Μεσολογγίου από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261.
39/ Θέου Κώστας, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
40/ Θυμιόπουλος Κώστας, υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο. Φ. 282. Κ.42.
41/ Ιωαννίδης Νικόλαος. Αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ και Ν. Κοντογιάννη  με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Άμπλιανης, υπό τον Πανουργιά  Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη.Φ. 261.
42/ Ιωάννου Βασίλειος, υπαξιωματικός Γ΄ τάξεως. Α.Π.Μ.Υ. 1.764.
43/ Ιωάννου Δημήτριος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38
44/ Ιωάννου Ζάχος, υπαξιωματικός Γ΄τάξεως , ΑΠ.Μ.Υ 1582. Αίτηση ανταμοιβής 15 Ιουνίου  1865. Πιστοποιητικό Ευαγ. Κοντογιάννη, Χρ. Χατζηπέτρου και Μαμούρη. Υπηρέτησε τον  αγώνα από την αρχή, υπό τις οδηγίες των Κοντογιανναίων και παραβρέθηκε σε πολλές  μάχες οι οποίες δεν κατανομάζονται.
45/ Καλτζάς Γεώργιος, αξιωματικός. Αίτηση 25 Δεκεμβρίου 1841. Πιστοποιητικό Μ. και Ευαγ.  Κοντογιάννη 24 Δεκεμβρίου 1841. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη. Άμπλιανης και πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά πολιορκίας του  Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Νεοκάστρου και Αθήνας υπό τον  Καραϊσκάκη. Έλαβε αργυρό αριστείο Φ. 261. και Φ. 288. Κ.61.
46/ Καλτζάς Ιωάννης, αξιωματικός. Αίτηση 25 Δεκεμβρίου 1841. Πιστοποιητικό Μ και Ευαγ. Κοντογιάννη 24 Δεκεμβρίου 1841. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά, πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Αθήνας, όπου σκοτώθηκε ο αδελφός του Δημήτριος, υπό του Καραϊσκάκη. Έλαβε αργυρό αριστείο. Φ. 261. Φ. 269. Φ. 288 Κ. 61
47/ Καλτζάς Νικόλαος. Άιτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ.και Ν. Κοντογιάννη  31 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου, Άμπλιανης και πέντε Ορίων, υπό  τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Ν.& Μ. Κοντογιάννη Φ. 261.
48/ Καρανίκας Αθανάσιος. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοπ/κό Μ και Ν. Κοντογιάννη 31 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ.  Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου, πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη Φ. 268.
49/ Κουκλάρας ή Κοκλάρης Αθανάσιος, αξιωματ. Α.Μ.Α 3.377. Αίτηση ανταμοιβής 7 Μαϊου  1865. Πιστοποιητικό Χρ. Περραιβού, Β. Μαυροβουνιώτη, Θ. Γρίβα και Γαρδικιώτη Γρίβα 26 Ιανουαρίου 1845. Μάχες: Θεσπιών, Αράχοβας και Πειραιά, υπό τον Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με Πιστοποιητικό των Ευαγ. Κοντογιάννη, Ζαχ. Γιολδάση και Β. Μαυροβουνιώτη  από τις 25 Ιανουαρίου 1845, έλαβε μέρος στις μάχες: Κεφαλόβρυσο, Καλλιακούδας,  Νεοκάστρου, Μεσολογγίου απέξω, Αθήνας, Διστόμου και Αράχοβας, υπό τον Καραϊσκάκη εκστρατείας της Κρήτης, υπό τον Χαντζημιχάλη Θηβών, Πέτρας και Ναυπαύκτου, υπό άλλους οπλαρχηγούς.
50/ Κολιόπουλος Δημήτριος. Αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κό Μ.& Ν. Κοντογιάννη  3 Φεβρουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό  τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ.  Κοντογιάννη Φ. 261.
51/ Κολιόπουλος Τριαντάφυλλος, στρατιώτης. Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. Ν. Κοντογιάννη 4 Φεβρουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη πολιορκίας του Μεσολογγίου από μέσα, υπό τον Ν και Μ Κοντογιάννη. Έλαβε σιδερένιο αριστείο Φ. 261. Φ. 282. Κ. 38.
52/ Κούκης ή Κούκιος Αθανάσιος. Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Ν και Μ. Κοντογιάννη 4 Φεβρουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη. Άμπλιανης, υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου, υπό τον Κοντογιάννη. Φ. 261.
53/ Κούκης ή Κούκιος Δημήτριος, υπαξιωμ. Γ΄τάξεως. Α.Π.Μ.Υ. 5.129. Αίτηση ανταμοιβής της συζύγου του Κοντύλως και των θυγατέρων του: Γεωργίας, συζύγου Νικολάου  Νικολάου Τριανταφύλλου και Ελένης, από τις 7 Ιανουαρίου 1865. Δικαστική πράξη με ίδια ημερομηνία και μάρτυρες τους Βασίλειο και Ζαχ. Μπούρα. Ακολούθησε τον Μήτσο  Κοντογιάννη και έλαβε μέρος στις μάχες: Υπάτης, Καλλιακούδας, Δραγαμέστου,  Καρβασαρά, Μεσολογγίου και Αθήνας. Φ. 261.
54/ Κούκης ή Κούκιος Κωστούλας, αξιωμ. Α.Π.Μ.Υ 5.117. Αίτηση ανταμοιβής 7 Ιουνίου 1865. Δικαστική πράξη με την ίδια ημερομηνία και μάρτυρες τους Βασίλειο και Ζάχο Μπούρα. Ακολούθησε τον Μ. Κοντογιάννη ως στρατιώτης και παραβρέθηκε στις μάχες Υπάτης, Καλλιακούδας, Δραγαμέστου, Καρβασαρά και Μεσολογγίου. Έλαβε αργυρό  αριστείο Φ. 287 Κ. 55.
55/ Κουτζούκης Ιωάννης του Τριαντάφυλλου, στρατιώτης, Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844.  Πιστοποιητικό Μ. και Ν. Κοντογιάννη. Έλαβε σιδερένιο αριστείο Φ.261. και Φ. 274 , Κ.29
56/ Κουτζούκης Τριαντάφυλλος , υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο Φ. 282. Κ. 42
57/ Κραββαρίτης ή Αργυρόπουλος Γεώργιος, υπαξ/κός Γ΄τάξ. Α.Π.Μ.Υ. 3.631. Αίτηση  ανταμοιβής 7 Ιουνίου 1865. Πιστοποιητικό Ν. και Ευαγ. Κοντογιάννη 17 Ιανουαρίου 1859 Μάχες: Κεφαλόβρυσου Αιτωλικού και Μεσολογγίου, υπό τον Δ. Μακρή, Γαβαλούς υπό τους Γιολδάση και Καραϊσκάκη, Καρπενησίου υπό Γιολδάση και Μαρ. Μπότσαρη,  Καλλιακούδας, υπό τους Γιολδασαίους και Κοντογιαναίους. Μετά υπηρέτησε στο σώμα του Γιολδάση ως την άφιξη του Καποδίστρια. Τότε κατατάχθηκε στο σώμα του Δήμου Λιούλα ως στρατιώτης.
58/ Κυτάς Νικολός, υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο. Φ. 282. Κ. 42.
59/ Μαλάς Δημήτριος, αξιωματικός. Έλαβε αργυρό αριστείο. Φ. 288. Κ.61.
60/ Μαλούκος Ιωάννης, Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. και Ν. Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν και Μ Κοντογιάννη, Άμπλιανης και πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, πολιορκίας του Μεσολογγίου υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Νεοκάστρου και Αθήνας υπό τον Καραϊσκάκη. Φ. 261.
61/ Ματζόλου Νίκος, υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο. Φ. 251. Κ. 24.
62/ Μαυρίκος Αθανάσιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
63Μαυρίκος Κώστας, υπαξ/κος. Γ΄τάξεως. Α.Π.Μ.Υ.5.023. Αίτηση ανταμοιβής 7 Ιουνίου 1865. Δικαστική πράξη με ίδια ημερομηνία και μάρτυρες τους Βασίλειο Μπούρα και  Κώστα Σίψα. Μάχες: Υπάτης, όπου τραυματίσθηκε στο πόδι, Καρβασαρά, Δραγαμέστου,  Μεσολογγίου και Αθήνας. Φ. 261.
64Μαυρίκος Τριαντάφυλλος του Ιωάννη, στρατιώτης. Αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κό  Μ.και Ν. Κοντογιάννη με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον  Μ. Κοντογιάννη. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 261. και Φ. 282. Κ. 38.
65/ Μούτζος Δημήτριος του Γ. Πρόταση για αριστείο. Φ. 17. Κ. 1
66/ Μπαρδάκας Αθανάσιος , αξιωματικός. Α.Ν.Μ.Υ. 1641. Αίτηση ανταμοιβής του γιού του Κώστα 27 Μαίου 1865. Ήταν ο μόνος κληρονόμος του αγωνιστή και είχε ηλικία 65 ετών Πιστοποιητικό Χρ. Περραιβού, Δ. Ράγκου και του Κοντογιάννη 15 Μαϊου 1846. Μάχες:  Υπάτης υπό τον Σπυρ. Κοντογιάννη, Καρπενησίου υπό τον Μ. Μπότσαρη, Άμπλιανης,  Υπό τον Πανουργιά, Κραβασαρά, Αράχοβας και Διστόμου υπό τον Καραϊσκάκη, Αθήνας υπό τον Χρ. Χατζηπέτρου. Φ. 282. Κ. 42.
67/ Μπαρδάκας Δημήτριος, υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο. Φ.285. Κ. 38.
68/ Μπαρδάκας Κώστας, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ.54.
69Μπούρας ή Μπουρόπουλος Κώστας, υπαξ. Γ΄ τάξ. Α.Π.Μ.Υ 5.555. Αίτηση ανταμοιβής  7 Ιουνίου 1865. Δικαστική πράξη με την ίδια ημερομηνία και μάρτυρες τους Νικόλαο Ζέρβα και Κώστα Σίψα. Ακολούθησε τον Μ. Κοντογιάννη ως στρατιώτης και έλαβε μέρος στις Μάχες: Υπάτης 1822, Καλλιακούδας, Δραγαμέστου, Καρβασαρά και Μεσολογγίου Φ. 269.
70/ Μυλωνάς Γιάννης, υπαξ. Γ΄ τάξεως, Α.Π.Μ.Υ. 8063. Αίτηση ανταμοιβής 1η Νοεμβρίου 1846 και αίτηση των γιών του Δημητρίου και Γεωργίου, από τις 7 Μαϊου 1865. Πιστοπ/κό Μ.& Ν. Κοντογιάννη 27 Οκτωβρίου1846. Ακολούθησε τους ίδιους και τον Ευ. Κοντογιάννη  Μάχες: Υπάτης και στις δύο, Καλλιακούδας, Ριβίου, Ρίγανης, Κραβασαρά, Μεσολογγίου απ’ έξω, Τροιζονίων, Χαϊδαρίου, Πειραιά και Αθήνας.
71/ Νικολαϊδης Γεώργιος. Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κό Μ.και Ν. Κοντογιάννη με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Καρπενησίου, Υπάτης και Καλλιακούδας, υπό τον Μ και Ν. Κοντογιάννη, πολιορκίας του Μεσολογγίου, υπό τον Μ. Κοντογιάννη Φ. 269.
72/ Νικολάου Γεώργιος. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ.και Ν. Κοντογιάννη  31 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Μ και Ν. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Ν. Πανουργιά, πολιορκ. του Μεσολογγίου και Νεοκάστρου, υπό τον Μ. Κοντογιάννη Φ. 261.
73/ Νικολάου Ιωάννης, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ.38.
74/ Νταλίκης Ιωάννης, υπαξιωματικός. Έλαβε Χάλκινο αριστείο. Φ.251. Κ.24.
75/ Ντερεϊκόπουλος ή Κουτζουνόπουλος Γεώργιος του Ιωάννη. Αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844 Πιστοποιητικό Μ και Ν. Κοντογιάννη με την ίδια ημερομηνία. Μάχες: Καρπενησίου, Καλλιακούδας, Υπάτης υπό τον τον Μ. Ν. Κοντογιάννη, Άμπλιανης, υπό τον Πανουργιά  πολιορκία του Μεσολογγίου υπό του Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261.
76/ Ντερνίκας Αθανάσιος του Κώστα. Σκοτώθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου.
77/ Ντερνίκας Γεώργιος, στρατιώτης. Αίτηση 5 Φεβρουαρίου 1844 προς το Υπουρ.Στρατ/κων  Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 261.και Φ. 282. Κ. 38.
78/ Ντερνίκας Κώστας του Αθανασίου, αξιωμ. Α.Ν.Μ.Υ. 728. Πατέρας του Αθανασίου έπεσε και αυτός μαχόμενος κατά την έξοδο του Μεσολογγίου. Αίτηση της συζύγου του, για  την οποία υπέγραψε ο Παπαγεώργιος Τριανταφυλλίδης. Πιστοποιητικό Μ. Ν. Κοντογιάννη 5 Οκτωβρίου 1846. Πατέρας και γιος έλαβαν μέρος στις μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου (1821) και Καγκελίων, υπό τον Ν. Κοντογιάννη. Αετού υπό τον Σιαφάκα Φοντάνας και Βασιλικών υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Αγάθωνα και Γιαννιτσούς, κατά του  Δράμαλη το 1822 και Διποτάμων, κατά του Σούλζα Κορτζά, υπό τον Μ και Ν. Κοντογιάννη.
79/ Ντερνίκας Μήτζος, αξιωματικός. Έλαβε αργυρό αριστείο Φ. 288. Κ. 61.
80/ Παλάσκας Γεώργιος. Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστ/κο Μ. Ν. Κοντογιάννη  με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Μ. Ν.  Κοντογιάννη, Άμπλιανης υπό τον Πανουργιά, πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό  τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 269.
81/ Παναγιώτου Βασίλειος. Αίτηση 24 Δεκεμβρίου 1841. Πιστοποιητικό Μ. Ευ. Κοντογιάννη  με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Ν. Πανουργιά, Νεοκάστρου, πολιορκίας  του Μεσολογγίου και Αθήνας, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261 και 262.
82/ Παπαγεωργίου Αθανάσιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
83/ Παπαγεωργόπουλος Γεώργιος. Αίτηση 31 Ιανουαρίου 1844. Πισ/κό Μ. Ν.  Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη. Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 269.
84/ Παπαγιάννης Γεώργιος. Αίτηση 31 Ιανουαρίου 1844. Πιστοπ/κό Μ και Ν. Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης , Καρπενησίου και Καλιακούδας , υπό τον Ν.. Μ.  Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου, πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 269.
86/ Παπαγιάννης Νικόλαος, υπαξιωματικός Γ΄τάξεως Α.Π.Μ.Υ. 5.093. Αίτηση ανταμοιβής του γιού του Βασιλείου 7 Ιουνίου 1865. Δικαστική πράξη με ίδια ημερομηνία και μάρτυρες τους Νικ.Τζοβελέκο και Χρ. Ηλιόπουλο, κατοίκους της Κολοκυθιάς. Μάχες: Καλλιακούδας Υπάτης , Δραγαμέστου, Καρβασαρά και Μεσολογγίου. Υπηρέτησε την Επανάσταση υπό  τον Μ. Κοντογιάννη. Έλαβε αργυρό αριστείο. Φ. 289. Κ. 59.
87/ Παπαδημητρίου Αντώνιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
88Παπαδημητρίου Γεώργιος. Αίτηση 1η Φεβρουαρ. 1844. Πιστ/κό Μ. και Ευ. Κοντογιάννη  31 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου, Καλλιακούδας υπό τον Μ.Κοντογιάννη Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου, πολιορκίας Μεσολογγίου και Αθήνας, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261.
89Παπαϊωάνου Κώστας. Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. Ν. Κοντογιάννη  με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη Φ. 261.
90/ Παπαναγιώτου ή Παναγιώτου Γεωργούλας, αξιωματικός. Αίτηση 2 Φεβρουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης και Φοντάνας υπό τον Σπ. Κοντογιάννη, Αετού και Καλλιακούδας υπό τον  Ν. Μ. Κοντογιάννη, Νεοκάστρου, Μεσολογγίου (ολόκληρο το έτος) με τον αδελφό του  Κατζόγιαννο, Καρπενησίου, Καγκελιών κ ά. Έλαβε αργυρό αριστείο Φ. 261. Φ. 288. Κ.61.
91/ Παπαναγιώτου Κώστας. Αίτηση 31 Ιανουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. Ν. Κοντογιάννη, 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Μ. Ν.  Κοντογιάννη,Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Ν. Πανουργιά, Νεοκάστρου & πολιορκίας του Μεσολογγίου υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 269.
92/ Παπατριαντάφυλλος, υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο. Φ. 251. Κ. 24.
93/ Παφύλης Αθανάσιος του Γεωργίου , στρατιώτης. Αίτηση 25 Δεκεμβρίου 1841. Πιστοπ /κό  Μ και Ν. Κοντογιάννη 26 Δεκεμβρίου 1841. Μάχες: Υπάτης και Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Αθήνας υπό τον Καραϊσκάκη. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
94/ Παφύλης Γεώργιος. Αίτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ και Ν. Κοντογιάννη 31 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Μ και Ν Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου, πολιορκίας Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261. και 269.
95/ Πουγκακιώτης Παπαδημήτρης , υπαξιωματικός. Έλαβε χάλκινο αριστείο Φ.251 Κ. 24.
96Πούγκας Κοντογιάννης, στρατιώτης. Κατάσ. Στρατιωτών του 50άρχη Ι. Μαργαρίτη.
97/ Ροαντζής Γεώργιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο Φ. 282. Κ.38.
98/ Σακελλαρίδης Γεώργιος. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοπ. Μ. Ν. Κοντογιάννη  31 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου, πολιορκίας του  Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη Φ. 261.
99/ Σαμαρίκας Δημήτριος του Αθανασίου. Άιτηση 4 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό, Μ. Ν. Κοντογιάννη με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του  Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261.
100/ Σεϊντής Παναγιώτης. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. Ν. Κοντογιάννη  30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπό τον Ν. Μ Κοντογιάννη Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, πολιορκίας του Μεσολογγίου από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Νεοκάστρου και Αθήνας υπό τον Καραϊσκάκη. Φ. 261
101/ Σιλιβίστας Δημήτριος , στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38
102/ Σίτζας Κων/νος , υπαξιωματικός Γ΄ τάξεως Α. Π. Μ. Υ. 4.025.
103/ Σπανός Κώστας. Αίτηση 31 Ιανουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. Ν. Κοντογιάννη με  ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης 1822, Καρπενησίου και Καλλιακούδας, υπο τον Ν. Μ. Κοντογιάννη. Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου, από μέσα, υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 261.
104/ Στάμος Αθανάσιος. Αίτηση 31 Ιανουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. Ν. Κοντογιάννη, 30  Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Υπάτης 1822 , Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν.Μ Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου, πολιορκίας Μεσολογγίου υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Αθήνας υπό τον Καραϊσκάκη. Φ. 269
105/ Στάμος Δημήτριος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
106/ Στάμος Κώστας. Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ και Ν. Κοντογιάννη με  ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης 1822 και Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη. Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη.
107/ Τζιρώνης Κωνσταντής του Γ, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ.282. Κ.38.
108/ Τζιτζιλάμπρος Γεώργιος του Ηλία. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ. Ν Κοντογιάννη 30 Ιανουρίου 1844. Μάχες: Υπάτης 1822, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, Νεοκάστρου και πολιορκίας του Μεσολογγίου, υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη
109/ Τζιτζιλάμπρος Ηλίας, υπαξιωματικός Γ΄τάξεως , Α.Π.Μ.Υ. 5.097. Αίτηση ανταμοιβής του γιού του 7 Ιουνίου 1865, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα του, ονομάσθηκε Ηλιόπουλος Το μικρό του όνομα άρχιζε με Γ΄. Δικαστική πράξη, με ίδια ημερομηνία και μάρτυρες τους Βασίλειο και Ζάχο Μπούρα. Μάχες: Υπάτης, Καλλιακούδας, Δραγαμέστου, Καρβασαρά και Μεσολογγίου.
110/Τζόκας Δημήτριος, στρατιώτης.ΑΠ.Μ.Σ.7682. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό  Μ. Ν. Κοντογιάννη 31 Ιανουαρίου 1844.Μάχες: Υπάτης 1822, Καρπενησίου, Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ. Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά και πολιορκίας  του Μεσολογγίου υπό τον Μ.Κοντογιάννη. Φ. 268.
111/ Τριανταφύλλου Δημήτριος, στρατιώτης. Α.Π.Μ.Σ. 6978. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ.282 Κ. 38
112/ Τριανταφύλλου ή Σίψας Κων/νος, υπαξιωματικός Γ΄τάξεως Α.Π.Μ.Σ. 4.310. Αίτηση από Αθήνα 24 Ιουνίου 1865. Πιστοποιητικό Ευαγ. Κοντογιάννη την 13η Φεβρουαρίου 1863,  είχε γίνει εικοσιπένταρχος. Στη μάχη του Κρεμμυδιού τραυματίσθηκε στη δεξιά παρειά.
113/Τριανταφύλλου Νικόλαος. Αίτηση 1η Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ.Ν.Κοντογιάννη 30 Ιανουαρίου 1844. Μάχες: Καρπενησίου και Καλλιακούδας, Υπάτης 1822 υπό τον Ν. Μ.  Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων, υπό τον Πανουργιά πολιορκίας του Μεσολογγίου  υπό τον Μ. Κοντογιάννη, Νεοκάστρου και Αθήνας, υπό τον Καραϊσκάκη. Φ. 261.
114/ Χαλκιάς Γεώργιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 274. Κ. 29.
115/ Χαλκιάς Χρήστος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 274. Κ. 29.
116/ Χατζή Γεώργιος, στρατιώτης. Έλαβε σιδερένιο αριστείο. Φ. 282. Κ. 38.
117Χατζόπουλος Τριαντάφ. Αίτηση 3 Φεβρουαρίου 1844. Πιστοποιητικό Μ.Ν.Κοντογιάννη  με ίδια ημερομηνία. Μάχες: Υπάτης, Καρπενησίου και Καλλιακούδας υπό τον Ν. Μ.  Κοντογιάννη, Άμπλιανης και Πέντε Ορίων υπό τον Πανουργιά, πολιορκίας του Μεσολογγίου  υπό τον Μ. Κοντογιάννη. Φ. 269.
Επίσης, από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Ε. Β/ΤΧΟ/ΑΑ1821), προκύπτει ότι ο Φώτιος Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου, έλαβε μέρος στον Αγώνα από το 1820 στο σώμα του Μάρκου Μπότσαρη. Πολέμησε στο Καρπενήσι και μετά τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη υπηρέτησε στο σώμα του αδελφού του Κ. Μπότσαρη. Έφερε το βαθμό του στρατηγού και σκοτώθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου. 
Από την παραπάνω κατάσταση απονομής αριστείων σε απλούς Αγωνιστές, από το νεοσύστατο τότε Ελληνικό Κράτος, προκύπτει ότι η ορεινή και ολιγάνθρωπη περιοχή των Πουγκακίων & Παλαιοχωρίου Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος, διέθεσε στον απελευθερωτικό Αγώνα, μεγάλο αναλογικά αριθμό ανδρών, οι οποίοι έλαβαν μέρος στις περισσότερες εκστρατείες και μάχες με αφιλοκέρδεια, γενναιότητα και αυτοθυσία. Αν δε λάβουμε υπόψιν ότι τα ονοματεπώνυμα που αναφέρονται παραπάνω είναι μόνο αυτών που υπέβαλαν αίτηση για την απονομή αριστείου (διότι υπάρχουν και άλλοι Αγωνιστές που δεν υπέβαλαν αίτηση), τότε ο αναλογικός αριθμός των ανδρών που έλαβαν μέρος στον μεγάλο Αγώνα θα είναι ακόμη μεγαλύτερος. Επίσης υπάρχουν και οι Αγωνιστές που έλαβαν μέρος στον Αγώνα και θυσιάσθηκαν σε διάφορες μάχες χωρίς να γνωρίζουμε τα ονοματεπώνυμά τους καθώς και οι Αγωνιστές που είχαν επώνυμο και παρωνύμιο. Αργότερα επικράτησε το "παρωνύμιο" και είναι δύσκολο να εντοπισθούν στα Γ.Α.Κ, όπως: Πιλάτος, Τσικούρας κ.ά. 

Ενδεικτικά παρατίθενται (5)Φωτοαντίγραφα Πιστοποιητικών Αγωνιστών από τα Γ.Α.Κ.

 1 / Βασίλειος Παναγιώτου (Παπαναγιώτου), υπ’ αρίθ. 128 / 26 – 12 – 1841 


  2 / Κώστας Παπαναγιώτης (Παπαναγιώτου), υπ’ αρίθ. 136 / 31 – 1 – 1841



 3 / Γεώργιος Παπαγεωργόπουλος (Παπαγεωργίου), υπ’ αρίθ.138 / 30 – 1 - 1844



4 / Γεωργούλας Παπαναγιώτη (Παπαναγιώτου), υπ’ αρίθ. 155 / 2 – 2 – 1844  



  5 / Κώστας Δανιήλ (Κωσταδανίλης – Πουγκάκια), υπ’ αρίθ. 161 / 3 – 2 – 1844 ]. 



Σύμφωνα με τα Πιστοποιητικά (Γ. Α. Κ) των πρώην Οπλαρχηγών της Επαναστάσεως, στην πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου, ήταν αξιωματικός (Φαλαγγάρχης) στο σώμα του Αρματολού Μήτσου Κοντογιάννη, ο Γιώργος Παπαναγιώτου ή «Γιωργούλας» για ένα ολόκληρο έτος και όπως προαναφέρθηκε έλαβε αργυρό αριστείο (Φ. 261 και Φ. 288.Κ. 61). Μαζί του ήταν και ο αδελφός του Γιάννης («Γιάννος») Παπαναγιώτου, που είχε το παρωνύμιο  Κατσιόγιαννος. Η παράδοση αναφέρει ότι το παρωνύμιο «Κατσιόγιαννος», προήλθε από την επιθυμία που είχε ο «Γιάννος» από μικρό παιδί, να πάρει τα όπλα και να γίνει Κλέφτης στα βουνά, για να πολεμήσει τον Τούρκο κατακτητή. Η μητέρα του όμως που δεν τον είχε ικανό για κάτι τέτοιο, κάθε φορά που ο «Γιάννος» έλεγε, «θα πάω να γίνω Κλέφτης», τον συμβούλευε, «κάτσι Γιάννο μη κάψεις τα χωριά …» και από το «κάτσι Γιάννο» προήλθε το «Κατσιό – γιαννος». Όμως υπάρχει και άλλη άποψη, που θέλει το όνομα να προέρχεται από την λέξη «Κατσιασμένος», που σημαίνει μικροκαμωμένος, μικρόσωμος, αδύναμος. Η λέξη Κατσιασμένος, χρησιμοποιείται και σήμερα ακόμη σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδος. Το πρώτο συνθετικό της λέξης «Κατσι–ασμένος» (Κάτσι), συνοδεύει πλήθος ονομάτων, όπως: Κατσιμίχας, Κατσιμπάρδης, Κατσιαδήμας κ.ά. Αλλά και ο περίφημος Κλεφτοκαπετάνιος «Κατσιαντώνης» (Αντώνης Μακρυγιάννης), όπως είναι γνωστό, ήταν μικροκαμωμένος – μικρόσωμος, με αδύναμη φωνή και επισφαλή υγεία (μικρός στο «δέμας», αλλά γενναίος στην ψυχή). Επίσης, η λέξη «Κατσιφάρας» σημαίνει εκείνον που κατάγεται από «Φάρα» (οικογένεια) μικρή, είτε σε δύναμη και επιρροή, είτε επειδή ενδεχομένως τα μέλη της να ήταν μικροκαμωμένα. 
Ο Γιάννος «Κατσιόγιαννος», μετά την απελευθέρωση, διατήρησε για επίθετο αυτό το «παρωνύμιο», αντί του πραγματικού επιθέτου «Παπαναγιώτου» και κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο Σώμα της Χωροφυλακής του Μεσολογγίου, φθάνοντας μέχρι το βαθμό του Ταγματάρχη. Ο αδελφός του ο Γιώργος ή «Γιωργούλας» Παπαναγιώτου, είχε 4 παιδιά τον Βαγγέλη, τον Κώστα, τον Γιάννη (που απεβίωσε νέος) και τον Παναγιώτη. Ο Βαγγέλης παντρεύτηκε την Αθηνά Παπαγεωργίου ή Παπαγεωργοπούλου και εγκαταστάθηκε στο Παλαιοχώρι. Επίσης, ο Κώστας παντρεύτηκε την Αικατερίνη Πιλάτου και εγκαταστάθηκε και αυτός στο Παλαιοχώρι, δίπλα στον αδελφό του Βαγγέλη και όλη η συνοικία ονομάσθηκε «Γιωργουλέϊκα». Ο Παναγιώτης εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Πουγκάκια όπου ασκούσε το επάγγελμα του Μυλωνά. Γιος του Παναγιώτη ήταν και ο Παπα - Δημήτρης Παπαναγιώτου, που χειροτονήθηκε και διορίσθηκε πρώτος ιερέας στο Παλαιοχώρι (4 – 8 – 1930), όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα στη συνοικία «Γιωργουλέϊκα». 
[ Στην πολιορκία του Μεσολογγίου, ήταν και οι Πουγκακιώτες αγωνιστές: Αθανάσιος Κουκλάρας, Πούγκας Κοντογιάννης, και Γιώργος Παπαγεωργίου ή Παπαγεωργόπουλος. Αργότερα όταν ο Βασιλιάς Όθωνας επισκέφθηκε την Υπάτη, συνάντησε μέσα στο πλήθος που τον περίμενε και τον Αθανάσιο Κουκλάρα. Τον πλησιάζει και χαριτολογώντας τον ρώτησε: «Τι θέλεις να είσαι της τιμής ή της ενεργείας» και ο Αθανάσιος Κουκλάρας του απάντησε: «Της τιμής Μεγαλειότατε». Ο Βασιλιάς χαμογέλασε του απένειμε το παράσημο του Έλληνα αγωνιστή και του έδωσε και μία ασημένια πάλα (η πάλα ήταν το μεγάλο σπαθί από το οποίο προήλθε και το: «...όποιον πάρει η πάλα»). Αυτοί ήταν οι ήρωες αγωνιστές, άνθρωποι απλοί, αφιλόκερδοι και υπερήφανοι !!! [Περισσότερα για τους πρώτους κατοίκους του Παλαιοχωρίου, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, βλέπε ξεχωριστό κεφάλαιο - σελίδα, «οι Πρώτοι κάτοικοι» ]. 
Έρευνα – Επιμέλεια κειμένου: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  Ν.  ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ